Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΔΑΝΙΗΛ KEΦ . 3

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
         
ΔΑΝΙΗΛ
ΚΕΦ. 3
  
   
 ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΟΥΝ
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡΑ
Δανιήλ
 

Οι 3 παίδες

Στη χριστιανική Βίβλο το έργο κατατάσσεται συνήθως τέλος της Παλαιάς Διαθήκης, στα Προφητικά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αντίθετα, στην Εβραϊκή Βίβλο δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των προφητικών έργων, αλλά κατατάσσεται στα "Αγιόγραφα".
 
Ο προφήτης Δανιήλ, η δράση, οι προφητείες και τα οράματα του οποίου περιέχονται στο ομώνυμο βιβλίο, μεταφέρθηκε σε νεαρή ηλικία ως αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην αυλή του Ναβουχοδονόσορα, για να ενταχθεί αρχικά στο υπηρετικό προσωπικό και να αναλάβει στη συνέχεια καθήκοντα αυλικού αξιωματούχου. Στη Βαβυλώνα παρέμεινε ο Δανιήλ και μετά την κατάληψη της από τους Πέρσες, συνεχίζοντας και υπό το νέο καθεστώς τη λαμπρή σταδιοδρομία του.
 
Το κείμενο του έργου σώζεται σε τρεις βασικές παραλλαγές: α) Το πρωτότυπο κείμενο, ένα μέρος του οποίου είναι γραμμένο στα εβραϊκά (1,1-2, 8,1-12) και ένα άλλο μέρος στα αραμαϊκά (2,4β-7,28), β) Το κείμενο των Ο' που συνιστά μάλλον παράφραση στα ελληνικά παρά μετάφραση του έργου και γ) Το κείμενο του Θεοδοτίωνα, μια πιστότερη στο πρωτότυπο ελληνική μετάφραση, που εκπονήθηκε κατά το 2ο μ.Χ. αιώνα. Η τελευταία αυτή παραλλαγή αντικατέστησε τελικά το κείμενο των Ο' στον κανόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
 
Τα ελληνικά κείμενα περιέχουν εκτενείς προσθήκες σε πεζό και έμμετρο λόγο. Η πρώτη συνιστά μια αφήγηση που αναφέρεται στην περιπέτεια της εξόριστης στη Βαβυλώνα ενάρετης Ιουδαίας Σουσάννας, η οποία κατηγορήθηκε άδικα και σώθηκε από τον Δανιήλ. Ακολουθούν στα ελληνικά κείμενα η προσευχή του Αζαρία και ο ύμνος των Τριών Παίδων σε έμμετρο λόγο και στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται δύο επεισόδια που αναφέρονται στην αποκάλυψη από τον Δανιήλ της απάτης των ειδωλολατρών ιερέων του θεού Βηλ και στη θανάτωση από τον Δανιήλ, ενός ιερού δράκοντα, που είχε ως συνέπεια το να ριχτεί ο προφήτης στο λάκκο με τα λιοντάρια. Οι ελληνικές προσθήκες μεταφράστηκαν από το Θεοδοτίονα και σημειώνονται με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου Α, Β, Γ, Δ.
Το υπόλοιπο βιβλίο διακρίνεται σε δύο μέρη, ένα αφηγηματικό (κεφ. 1-6) και ένα προφητικό - αποκαλυπτικό (κεφ. 7-12). Στο αφηγηματικό μέρος περιέχονται βιογραφικά στοιχεία και περιγράφονται οι περιπέτειες του Δανιήλ και των τριών φίλων του, οι οποίοι μεταφέρονται σε νεαρή ηλικία αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα και εκπαιδεύονται στην αυλή του Ναβουχοδονόσορα. Παρά την ανατροφή τους σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, παρέμειναν πιστοί στο Θεό δίχως να προσκυνήσουν το χρυσό άγαλμα του βασιλιά, υπερνικώντας τελικά με θεία βοήθεια όλα τα εμπόδια και τις απειλές κατά της ζωής τους (πυρακτωμένο καμίνι, λάκκος με λιοντάρια, κλπ).
Το θείο χάρισμα του Δανιήλ να ερμηνεύει όνειρα του δίνει τη δυνατότητα να ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα, αρχικά στη βαβυλωνιακή και αργότερα στην περσική αυλή.
Στο δεύτερο μέρος περιέχονται πολυσύνθετα οράματα, τα οποία είδε ο Δανιήλ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βαβυλώνα. Στα οράματα αυτά πρωταγωνιστούν διάφορα θηρία που συμβολίζουν τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Περιγράφεται η διαδοχή τους στην κυριαρχία του κόσμου και η συντριβή τους, την οποία θα ακολουθήσει η αιώνια βασιλεία του ''Υιού του Ανθρώπου". Στο τελευταίο όραμα του βιβλίου περιγράφονται τα βασικότερα γεγονότα της ιστορίας από τους περσικούς χρόνους μέχρι τη μακκαβαϊκή εποχή. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού.
 
Τα βιογραφικά τμήματα του βιβλίου (1-6), παρ' όλο που στοχεύουν στο να δώσουν πληροφορίες για την προσωπικότητα του προφήτη, έχουν διδακτικό χαρακτήρα. Στόχος των αφηγήσεων αυτών είναι να τονίσουν ότι ο Θεός προστατεύει και αναδεικνύει όποιον υπακούει στο νόμο του. Τονίζοντας ο συγγραφέας την παντοδυναμία και την παρουσία του Θεού στην ιστορία του κόσμου θέλει να παρηγορήσει, αλλά και να ενθαρρύνει το δοκιμαζόμενο λαό, ώστε να προσβλέπει με εμπιστοσύνη στο μέλλον. Η ίδια ιδέα υπόκειται και στα οράματα του προφήτη. Κύριος της ιστορίας είναι ο Θεός, ο οποίος την οδηγεί σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιό του προς την τελική της έκβαση που είναι η εγκαθίδρυση της αιώνιας βασιλείας του. Τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο για τον "Υιό του Ανθρώπου" συμπληρώνουν την εικόνα του αναμενόμενου από τους άλλους προφήτες Μεσσία.
 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Οι φίλοι του Δανιήλ αρνούνται να προσκυνήσουν το χρυσό άγαλμα
                              του Ναβουχοδονόσορα και η τιμωρία τους στο πυρακτωμένο καμίνι.
                         Οι φίλοι του Δανιήλ αρνούνται να προσκυνήσουν το χρυσό άγαλμα του Ναβουχοδονόσορα
Δαν. 3,1            Ἔτους ὀκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς ἐποίησεν εἰκόνα χρυσῆν, ὕψος αὐτῆς πήχεων ἑξήκοντα, εὖρος αὐτῆς πήχεων ἕξ, καὶ ἔστησεν αὐτὴν ἐν πεδίῳ Δεειρᾷ, ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος.
Δαν. 3,1                     Ο βασιλεύς Νοοβουχοδονόσορ διέταξε κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του και κατεσκεύασαν ένα χρυσόν άγαλμα. Το ύψος του ήτο εξήντα πήχεις και το πλάτος του εξ πήχεις. Το ετοποθέτησε δε εις την πεδιάδα Δεειρά, εις την περιοχήν της Βαβυλώνος.
Δαν. 3,2            καὶ ἀπέστειλε συναγαγεῖν τοὺς ὑπάτους καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς τοπάρχας, ἡγουμένους τε καὶ τυράννους καὶ τοὺς ἐπ᾿ ἐξουσιῶν καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας τῶν χωρῶν ἐλθεῖν εἰς τὰ ἐγκαίνια τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.
Δαν. 3,2                    Κατόπιν έστειλεν ανθρώπους, να συγκεντρώσουν τους υπάτους και τους στρατηγούς, τους τοπάρχας, τους προϊσταμένους και τους άρχοντας, τους κατέχοντας εξουσίας και όλους εν γένει τους άρχοντας των χωρών, δια να έλθουν εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδανόσορ.
Δαν. 3,3            καὶ συνήχθησαν οἱ τοπάρχαι, ὕπατοι, στρατηγοί, ἡγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οἱ ἐπ᾿ ἐξουσιῶν καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν εἰς τὸν ἐγκαινισμὸν τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ εἱστήκεισαν ἐνώπιον τῆς εἰκόνος.
Δαν. 3,3                     Πράγματι συνεκεντρώθησαν οι τοπάρχαι, οι ύπατοι, οι στρατηγοί, οι προϊστάμενοι υπηρεσιών, οι μεγάλοι άρχοντες, οι έχοντες εξουσίαν, όλοι οι άρχοντες των χωρών εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο Ναβουχαδονόσορ ο βασιλεύς. Ολοι αυτοί ήλθαν και εστάθησαν ενώπιον του αγάλματος.
Δαν. 3,4            καὶ ὁ κήρυξ ἐβόα ἐν ἰσχύΐ· ὑμῖν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλῶσσαι·
Δαν. 3,4                    Ο δε κήρυξ εφώναζε με ισχυράν φωνήν· “ακούσατε σεις, λαοί, φυλαί και γλώσσαι·
Δαν. 3,5            ᾗ ἂν ὥρᾳ ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου, συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες προσκυνεῖτε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς·
Δαν. 3,5                     την ώραν, κατά την οποίαν θα ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, θα πίπτετε και θα προσκυνήτε το άγαλμα το χρυσόν, το οποίον ο βασιλεύς Ναβουχοδονοσορ έστησεν.
Δαν. 3,6            καὶ ὃς ἂν μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.
Δαν. 3,6                    Εκείνος δέ, ο οποίος δεν θα πέση να προσκυνήση, θα ριφθή αυτήν την ώραν εις την καιομένην κάμινον του πυρός”.
Δαν. 3,7            καὶ ἐγένετο ὅταν ἤκουον οἱ λαοὶ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι, προσεκύνουν τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.
Δαν. 3,7                     Οταν λοιπόν οι λαοί ήκουαν τον ήχον της σάλπιγγας, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσυκών οργάνων, έπιπταν εις την γην όλοι οι λαοί, αι φυλαί, αι γλώσσαι και προσκυνούσαν το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδονόσορ.
Δαν. 3,8            τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς Ἰουδαίους
Δαν. 3,8                    Τοτε όμως παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως μερικοί Χαλδαίοι και κατήγγειλαν τους Ιουδαίους
Δαν. 3,9            τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι.
Δαν. 3,9                    στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα λέγοντες· “βασιλεύ, ευχόμεθα στους αιώνας των αιώνων να ζήσης.
Δαν. 3,10           σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν
Δαν. 3,10                   Συ, βασιλεύ, εξέδωσες διαταγήν, σύμφωνα με την οποίαν κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα ακούση τον ήχον της σάλπιγγος και του αυλού, της κιθάρας και της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων
Δαν. 3,11           καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.
Δαν. 3,11                   και δεν θα πέση να προσκυνήση το χρυσούν άγαλμα, θα ριφθή εις την κάμινον του πυρός την καιομένην.
Δαν. 3,12           εἰσὶν ἄνδρες Ἰουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, οἳ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι.
Δαν. 3,12                   Υπάρχουν, λοιπόν, μεταξύ μας άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους μάλιστα συ κατέστησας αρχηγούς εις τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, ο Σειδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, οι οποίοι δεν υπήκουσαν, ω βασιλεύ, εις την διαταγήν σου· τους θεούς σου δεν λατρεύουν και το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον συ έστησες, αυτοί δεν το προσκυνούν”.
Δαν. 3,13           τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.
Δαν. 3,13                   Τοτε ο Ναβουχαδρνόσορ επάνω στον θυμόν του και εις την έκρηξιν της οργής του, διέταξε να φέρουν ενώπιον του τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και εκείνοι ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως.
Δαν. 3,14           καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε;
Δαν. 3,14                   Ο δε Ναβουχοδονόσορ εις έντονον ύφος ωμίλησε και είπε προς αυτούς· “πράγματι Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δεν λατρεύετε τους ιδικούς μου θεούς και δεν προσκυνείτε το χρυσούν άγαλμα, το οποίον εγώ έστησα;
Δαν. 3,15           νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου;
Δαν. 3,15                   Τωρα, λοιπόν, να είσθε έτοιμοι, ώστε, όταν ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της σαμβύκης και του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, να πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον εγώ έχω κατασκευάσει. Εάν δε τυχόν και δεν προσκυνήσετε, αυτήν την ώραν θα ριφθήτε εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. Και ποιός είναι ο Θεός εκείνος, ο οποίος θα σας γλυτώση από τα χέρια μου;”
Δαν. 3,16           καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι·
Δαν. 3,16                   Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ απεκρίθησαν προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα και είπαν· “στο ερώτημά σου αυτό δεν έχομεν ανάγκην να σου απαντήσωμεν ημείς.
Δαν. 3,17           ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς·
Δαν. 3,17                   Διότι υπάρχει ο Θεός μας, ο εν τοις ουρανοίς, τον οποίον ημείς λατρεύομεν και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήση από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώση από τα χέρια σου, ω βασιλεύ. 18   Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”.
Δαν. 3,18           καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν.
Δαν. 3,18                   Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”.
 
                        Η τιμωρία των τριών παίδων στο πυρακτωμένο καμίνι
Δαν. 3,19           τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκαῇ·
Δαν. 3,19                   Τοτε ο Ναβουχοδονόσορ εκυριεύθη από θυμόν· το πρόσωπόν του ήλλαξεν εναντίον των Σεδράχ, Μισάχ και Αδεναγω και εδωσε διαταγήν να καύσουν επτά φορές περισσότερον την κάμινον, μέχρις ότου πυρακτωθή εξ ολοκλήρου.
Δαν. 3,20           καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.
Δαν. 3,20                  Διέταξεν επίσης άνδρας ισχυρούς, να δέσουν τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και να τους ρίψουν εις την καιομένην κάμινον του πυρός.
Δαν. 3,21           τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης,
Δαν. 3,21                   Τοτε οι τρεις αυτοί άνδρες εδέθησαν μαζή με τα ενδύματά των, με τα καλύμματα της κεφαλής των και τας περισκελίδας των και ερρίφθησαν στο μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης,
Δαν. 3,22           ἐπεὶ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ.
Δαν. 3,22                  διότι η διαταγή του βασιλέως ήτο ρητή και έντονος, η δε κάμινος εξεκαύθη με το παραπάνω.
Δαν. 3,23           καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι. Καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.
Δαν. 3,23                  Οι τρεις αυτοί νέοι, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, ερρίφβησαν με ορμήν δεμένοι στο μέσον της αναμμένης καμίνου του πυρός. Περιπατούσαν δε αυτοί ανάμεσα εις τας φλόγας της καμίνου, υμνούντες τον Θεόν και δοξολογούντες τον Κυριον.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου