Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Μουσική

Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Μουσική και η Ορθόδοξη Υμνολογία  


Αποσπάσματα από το βιβλίο
"A companion to The Greek Orthodox Church"
της Εληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής της Βορείου και Νοτίου Αμερικής,
Νέα Υόρκη, 1984
Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνη, Μασαχουσσέττης, ΗΠΑ


 
Επιμέλεια: Γιάννης Π [zardozz]

 1. Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Μουσική

Με την αυστηρή  έννοια του όρου, η Βυζαντινή μουσική είναι η μεσαιωνική μουσική των ύμνων των Χριστιανικών Εκκλησιών , που ακολουθούν την  Ορθόδοξη Λειτουργία. Αυτή η παράδοση, η οποία αγκαλιάζει όλον τον ελληνόγλωσο κόσμο, αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο από την εποχή της κτίσεως της Κωνσταντινούπολης (330 μΧ) μέχρι την πτώση της (1453 μΧ).
Έχει σύνθετη καταγωγή, η οποία συμπεριλαμβάνει την "καλλιτεχνική" και τεχνική  μουσική των κλασσικών χρόνων [στμ: Ελληνικών χρόνων], στοιχεία από την εβραϊκή μουσική και είναι εμπνευσμένη από την μονοφωνική φωνητική μουσική, η οποία αναπτύχθηκε στις πρώτες Χριστιανικές κοινότητες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Εφέσσου.

*  *  *   *  *
Η Πρώιμη Χριστιανική Περίοδος
Χειρόγραφα βυζαντινών ύμνων που χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα, ενώ βιβλικά "αναγνώσματα" σε φωνητική σημειολογεία (ένα πρωτόγονο σύστημα γραφής σχεδιασμένο για να δείχνει το σωστό τρόπο απαγγελίας από την Γραφή) άρχισε έναν αιώνα νωρίτερα (8ος αιων) και συνέχισε να χρησιμοιποείτε μέχρι τον 12ο ή τον 13ο αιώνα. Η γνώση μας σχετικά με αυτήν την παλαιότερη περίοδο προέρχεται από την Εκκλησία και το βιβλίο Τυπικόν, πατερικά κείμενα και μεσαιωνικές ιστορίες. Σκορπισμένα παραδείγματα κειμένων με ύμνους από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού ακόμη υπάρχουν. Μερικά από αυτά είναι γραμμένα στα μετρικά σχήματα της αρχαίας κλασσικής ελληνικής ποίησης, αλλά η αλλαγή στην προφορά που προέκυψε, μετέτρεψε ορισμένα από  αυτά τα μετρικά σχήματα σε άνευ σημασίας, και (εκτός αν μιμηθούν οι κλασσικές φόρμες) οι Βυζαντινοί ύμνοι των επόμενων αιώνων μοιάζουν να είναι πεζή ποίηση, χωρίς ρυθμό από ακανόνιστο μήκος και τονικές κλίμακες. 
Ο κοινός όρος για ένα μικρό ύμνο ενός στίχου, ή μιας σειράς στίχων λέγεται τροπάριον (και αυτό ίσως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για ύμνους μεταξύ των στίχων ψαλμών). Ένα καλό παράδειγμα, που η ύπαρξή του υπολογίζεται κατά τον 4ο αιώνα, είναι ο Εσπερινός Ύμνος Φως Ιλαρόν, όπως επίσης και Ο Μονογενής Υιός, που αποδίδονται στα χρόνια του  Ιουστινιανού Ι (527-565 μΧ), που βρίσκονται στο "εισαγωγικό" μέρος της Θείας Λετουργίας.  Ίσως, τα πιο παλιά τροπάρια που γνωρίζουμε τον δημιουργό τους είναι αυτά του μοναχού Αυξεντίου (1ο μισό του 5ο αιων), τα οποία σώζονται στην βιογραφία του, αλλά δεν διατηρήθηκαν σε καμιά Βυζαντινή λειτουργία ή υμνολογία.
*  *  *   *  *
Η Μεσαιωνική περίοδος
Για να κατανοήσουμε πλήρως την λειτουργικότητα της μουσικής [στμ : Βυζαντινής μουσικής] μέσα στο Βυζαντινό Τυπικό και την λειτουργία, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε δυο (2) βασικές έννοιες:
Η πρώτη,  ήταν η αντίληψη της αγγελικής προέλευσης των ιερών ψαλμών (η οποία έχει τη ρίζα της από την Ελληνική θεολογία και τον μυστικισμό, μέχρι την διάλυση της αυτοκρατορίας): Η αντίληψη, κατά την πρώιμη Εκκλησία, ότι η προσευχή ένωνε τους ανθρώπους με τους Αγγέλους. Αυτή η αντίληψη είναι σαφώς παλαιότερη της Αποκαλύψεως (Αποκάλυψη, 4:8-11), αφού η "μουσική" των Αγγέλων περιγράφεται  στην Παλαιά Διαθήκη και αναφέρεται από τους Ησαΐα (6:1-4) και Ιζεκιήλ (3:12). Πιο σημαντικό είναι το γεγονός, όπως σημειώνεται στην Έξοδο (25) , ότι η μορφή της γήινης λατρείας [στμ: προς τον Θεό] του λαού του Ισραήλ προέρχεται από τον Ουρανό. Ο υπαινιγμός αυτός "διαιωνίσθηκε" μέσα από τα έργα των Πατέρων όπως ο Κλήμη Ρώμης, Ιουστίνου, Ιγνατίου Αντιοχίας, Αθηναγόρα Αθηνών και Ψευδο-Διονύσου του Αρεοπαγίτη. Αναγνωρίστηκε δε αργότερα στις λειτουργικές πραγματείες των Νικολάου Καβάσιλα και του Συμεών Θεσσαλονίκης (Ελληνική Πατρολογία, CL 368-492 και  CLV 536-699 αντίστοιχα). 
Τα αποτέλεσμα αυτής της δοξασίας για την εκκλησιαστική μουσική την επηρέασε με τους τρεις παρακάτω τρόπους:
(1). διατήρησε ένα πολύ συντηρητικό ύφος ως προς την μουσική σύνθεση
(2). σταθεροποίησε την μελοδική παράδοση συγκεκριμένων ύμνων, και
(3). συνέχισε, για ένα διάστημα, την ανωνυμία των υμνωδών-δημιουργών.
Διότι, εάν ένας ύμνος έχει ουράνια προέλευση, τότε η αναγνώριση που θα πρέπει να δίνετε  στον άνθωπο πρέπει να περιορίζετε στο ελάχιστο. Αυτό είναι ακόμη πιο προφανές όταν πρόκειται για ύμνους, οι οποίοι θεωρείται ότι  πρωτο- ψάλθηκαν από  χωροδίες Αγγέλων όπως: το Αμήν, Αλληλούϊα, Τρισάγιον, Δοξολογία, κά.  Συνεπώς, μέχρι τους χρόνους των Παλαιολόγων, θεωρούταν αδιανόητο για έναν υμνωδό να βάλει το όνομά του σε ένα χειρόγραφο δίπλα στην σημειγραφία ενός ύμνου.

Στους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους,  η ιδέα της πρωτοτυπίας και της ελεύθερης σύνθεσης σαν αυτές που διακρίνουμε στους μεταγενέστερους χρόνους, ίσως και να μην υπήρξαν ποτέ!  Η ίδια η ιδέα της χρήσης παραδοσιακών τύπων - ή μελωδικών τύπων - σαν τεχνική σύνθεσης δείχνει μια αρχαϊκή αντίληψη στους λειτουργικούς ύμνους, και είναι ακριβώς το αντίθετο από την ελεύθερη, πρωτότυπη σύνθεση. Φαίνεται προφανές ότι οι ύμνοι της Βυζαντινής μουσικής που βρίσκουμε σε μουσικά χειρόγραφα από τον 10ο αιώνα μέχρι την εποχή της 4ης Σταυροφορίας (1204-1261), αντιπροσωπεύουν το τελευταίο και το μόνο διασωζόμενο στάδιο εξέλιξης, η αρχή της οποίας πάνε πίσω τουλάχιστον στον 6ο αιώνα και ίσως πιο πίσω - στους ύμνους των συναγωγών. Ποιές αλλαγές συνέβησαν στην μουσική κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου είναι δύσκολο να πούμε, αλλά σίγουρα υπάρχουν ακόμη ύμνοι που επιδεικνύουν χαρακτηριστικά που μπορεί να "ρίξουν" φως  στην υπόθεση αυτή. Αυτοί συμπεριλαμβάνουν τύπους απαγγελίας, μελωδικούς τύπους και πρότυπες εκφράσεις, που είναι προφανείς στη λαϊκή μουσική και σε άλλες παραδοσιακές μουσικές των διαφόρων πολιτισμών της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης και της εβαραϊκής μουσικής. 
*  *  *   *  *
Η δεύτερη, λιγότερο μόνιμη αντίληψη, ήταν αυτή της κοινωνίας (communio). Ήταν λιγότερο μόνιμη  γιατί, μετά από τον 4ο αιώνα, όταν αναλύθηκε και ολοκληρώθηκε σε ένα θεολογικό σύστημα ο δεσμός και η "μοναδικότητα" που ένωσε τον κλήρο με τους πιστούς στην λειτουργική δοξασία ήταν λιγότερο δυνατός. Είναι όμως, μια από τις ιδέες "κλειδιά" για να κατανοήσουμε μια σειρά από "πραγματικότητες" για τις οποίες έχουμε σήμερα διάφορα ονόματα. Με αναφορά στη μουσική παρουσίαση [στμ: υμνολογίας στην Θ. Λειτουργία], ο όρος αυτός της κοινωνίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί με την πρωτόγονη χρήση της λέξης χορός (εν χορώ). Και αναφέρεται, όχι σε μια ξεχωριστή ομάδα μέσα στο εκκλησίασμα που ανέλαβε να ψάλλει τους ύμνους, αλλά στο εκκλησίασμα ως σύνολο. 
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της λειτουργικής τελετής ήταν η ενεργή συμμετοχή των ανθρώπων [στμ: εκκλησιάσματος] σ' αυτήν , ιδιαίτερα στην απαγγελία ή ψάλσιμο ύμνων, αντιφώνων και ψαλμών. Οι όροι χορός, κοινωνία και εκκλησία χρησιμοποιήθηκαν σαν συνώνυμα στην παλαιότερη Βυζαντινή Εκκλησία. Στους Ψαλμούς 149 και 150, κατά τη  Μετάφραση των Εβδομήκοντα η εβραϊκή λέξη machol (dance - χορός) μεταφράστηκε με την Ελληνική λέξη χορός (εν χορώ). Σαν αποτέλεσμα, η παλαιότερη Εκκλησία "δανείστηκε" αυτή τη λέξη από την κλασσική αρχαιότητα σαν προσδιορισμό για το εκκλησίασμα, στην λατρεία και στην ψαλμωδία στον Ουραό κα τη γη ταυτόχρονα. Σύντομα όμως, μια τάση του κλήρου άρχισε να εκδηλώνεται στην γλωσσική χρήση, ειδικότερα μετά την Σύοδο της Λαοδικείας, της οποίας ο 15ος Κανόνας επέτρεπε μόνο "κανονικοί" ψάλτες να ψάλλουν στην Λειτουργία. Η λέξη χορός περιορίστηκε να αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιερατική πράξη κατά την λειτουργία - όπως επίσης από αρχιτεκτονικής πλευράς αναφέεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή κοντά στο Ιερόν.
Η ανάπτυξη υμνογραφικών τύπων σε μεγάλη κλίμακα [στμ: μεγάλης έκτασης] άρχισε τον 5ο αιώνα με την άνοδο του κοντακίου, ένα μακρύ και περίτεχνο μετρικό κήρυγμα, πιθανόν με Συριακή προέλευση, που έφτασε στην ακμή του με το έργο του Ρωμανού του Μελωδού (6ος αιώνας). Αυτό το δραματικό κήρυγμα, το οποίο χρησιμοποιεί βιβλικές αφηγήσεις, περιλαμβάνει 20 με 30  στίχους και ψαλλόταν στη διάρκεια του Όρθρο, σε έναν απλό ευθύ συλλαβικό στυλ (μια νότα - φθόγγος, για κάθε συλλαβή). Οι παλαιότερες μουσικές παραλλαγές πάντως, βασίζονταν σε πολλούς φθόγγους - νότες σε κάθε συλλαβή ή κείμενο  και ανήκουν στην εποχή από τον 9ο αιώνα κι έπειτα όταν τα κοντάκια μειώθηκαν σε προοίμια (εισαγωγικοί στίχοι) και πρώτους οίκους. Στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, το κοντάκιον παραγκωνίστηκε από έναν άλλο τύπο ύμνου, τον κανόνα, που ξεκίνησε από τον Άγιο Ανδρέα τον Κρήτα (περίπου 660-740) και αναπτύχθηκε από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Κοσμά εκ Ιεροσολύμων (και οι δύο του 8ου αιώνα) . Στην ουσία, ο κανόνας είναι ένα υμνωδιακό σύμπλεγμα που απαρτίζεται από εννέα (9) ωδές οι οποίες αρχικά ήταν συνδεδεμένες με εννέα βιβλικά άσματα (ύμνους) και τα οποία συνδεόταν μεταξύ τους  με ποιητικούς υπαινιγμούς ή με παραπομπές κειμένου.  Τα εννέα αυτά άσματα είναι:
(1) και (2) τα δυο άσματα του Μωϋσέως (Εξοδος 15:1-19 και Δευτερονόμιο 32:1-43)
(3) έως και (7) οι προσευχές Άννας, Αββακούμ, Ησαΐα, Ιωνά και των Τριών Παίδων (1 Βασιλέων [1 Σαμουήλ] 2:1-10, Αββακούμ 3:1-19, Ησαΐα 26:9-20, Ιωνά 2:3-10, Δανιήλ 3:26-56)
(8)  το άσμα των Τριών Παίδων (Δανιήλ 3:57-58)
(9) Magnificat και Βενεδίκτου (Λουκά 1:46-55 και 68-79)
Κάθε ωδή αποτελείται από ένα αρχικό τροπάριο, τον ειρμό, που ακολουθείται  από τρία, τέσσερα ή περισσότερα τροπάρια που έχουν την ίδια ακριβώς μετρική αναπαραγωγή με τον ειρμό, επιτρέποντας έτσι την ίδια μουσική [στμ: μελωδία] να "ταιριάξει" σ' όλα τα τροπάρια εξίσου καλά. Οι εννέα ειρμοί είναι μεταξύ τους μετρικά ασύμμετροι και έτσι, ένας πλήρης κανόνας αποτελείται από εννέα διαφορετικές  ανεξάρτητες μελωδίες (οκτώ, αν παραληφθεί η δεύτερη ωδή), οι οπίες είναι μουσικά ενωμένες με τον ίδιο τρόπο και με αναφορές κειμένου στο γενικό θέμα της λειτουργίας κατά περίσταση, και ορισμένες φορές με ακροστοιχίδες. Ειρμοί, σε συλλαβικό στυλ [μέτρο], έχουν συγκεντρωθεί στο Ειρμολόγιον, ένα ογκώδες βιβλίο που πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του 10ου αιώνα και περιέχει πάνω από χίλια τροπάρια, καταχωρημένα σε οκτώηχο (το  μουσικό σύστημα των οχτώ ήχων.

Ένα άλλο είδος ύμνου, σημαντικό για τον αριθμό και την ποικιλία της λειτουργικής χρήσης το είναι το Στιχηρόν. Εορταστικά στιχηρά, που συνοδεύουν τους ψαλμούς στην αρχή και στο τέλος του Εσπερινού και την ψαλμωδία των Αίνων στον Όρθρο, υπάρχουν για όλες τις "ειδικές" ημέρες του έτους, την Κυριακάτικη Λειτουργία και τους Εσπερινούς, και για τον επαναλαμβανόμενο κύκλο των οχτώ εβδομάων σε αντιστοιχία με τους ήχους, αρχίζοντας το Πάσχα. Οι μελωδίες τους βρίσκονται στο Στιχάριον και θεωρούνται πιο επεξεργασμένες και ποικίλες -ως προς την παράδοση - από το Ειρμολόγιον.
*  *  *   *  *
Ύστερη - Βυζαντινή και Μετά - Βυζαντινή περίοδος
Με το τέλος της δημιουργικής ποιητικής σύνθεσης, οι Βυζαντινοί ύμνοι πέρασαν στην τελευταία περίοδο, αφιερωμένοι κυρίως στην παραγωγή πιο σύνθετων μορφών των παραδοσιακών κειμένων: είτε εξωραΐζοντας πρώιμες απλούστερες μελωδίες είτε εξωραΐζοντας και διακοσμόντας  προτώτυπη μουσική υψηλότερης τεχνικής . Αυτό ήταν το  έργο των λεγομένων "Μαϊστόρων" με πιο διακεκριμένο ανάμεσά τους τον Άγιο Ιωάννη Κουκουζέλη (γύρω στα 1300 μΧ), ο οποίος συγκρίνεται στα γραπτά του [στμ: περί Βυζαντινής μουσικής] και με τον Άγιο Ιωάννη τον δαμασκηνό, σαν νεωτεριστής στην ανάπτυξη της υμνολογίας.  Με τον πολλαπλασιασμό των νέων σχημάτων και την επεξεργασία και τον εξωραϊσμό των παλαιών ύμνων, που συνεχίστηκε και ακολούθησε από την εποχή της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα, το αρχικό ρεπερτόριο των μεσαιωνικών ύμνων αντικαταστάθηκε εντελώς σχεδόν από μεταγενέστερες συνθέσεις, και ακόμη και οι βασικοί τύποι υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις.
Ο Χρύσανθος εκ  Μαδύτου (περίοδος 1770-1846), ο Γρηγόριος ο Πρωτοψάλτης και ο Χουρμούζιος είναι οι βασικοί "υπεύθυνοι" για μια πολύ αναγκαία αλλαγή του συστήματος της σημειολογίας της Ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής.  Βασικά, αυτήη διαδικασία περιελάμβανε την απλοποίηση των μουσικών συμβόλων, που από τον 19ο αιώνα έγιναν τόσο σύνθετα και τεχνικά, ώστε μόνο οι πολύ ικανοί ψάλτες μπορούσαν να τα ερμηνεύσουν σωστά. Παρόλες τις αντιξοότητες, το έργο των τριών αυτών μεταρρυθμιστών είναι ένα ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής, αφού εισήγαγε το σύστημα της νεο-βυζαντινής μουσικής, επάνω στην οποία βασίζεται η υμνολογία της σημερινής Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. -
 

2.  Ιεροί Ύμνοι στο Βυζάντιο: Ορθόδοξη Υμνογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου