Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Ἐμπειρίες τοῦ Μητροπολίτη μας ἀπό τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο ΛΕΜΕΣΟΥ

 

Α΄ μέρος Εἰσήγησης τοῦ Μητροπολίτη μας κατά τό Συνέδριο πού ἔγινε στήν Κόνιτσα τόν Σεπτέμβριο 2011, ἀφιερωμένο στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶναι ἕνας μεγάλος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνας μεγάλος ἀγωνιστής, ἀσκητής, ἄνθρωπος προσευχῆς καί μεγάλης ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἄς τολμήσομε νά ποῦμε λίγα ἀπ’ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἴδαμε κι ἀκούσαμε, ὡς ὑποχρεωμένοι νά τά μαρτυρήσομεν, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό καί γιά τή ζωή Του καί γιά τά θαύματα Του, προκειμένου νά βοηθήσουν ὅλους ἐμᾶς νά πιστεύσομεν ὅτι αὐτός ἐστί, πράγματι, ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου καί πιστεύοντας εἰς Αὐτόν νά ἔχομε ζωήν αἰώνιον.
 
Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων γνώρισαν τόν Γέροντα καί συνδέθηκαν μαζί του.  Ὁ καθένας ἀπ’ αὐτούς ὅλους, κατά τό μέτρο τῆς χωρητικότητάς του, ἔλαβε τήν εὐλογία καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντος. 
Σίγουρα ὁ καθένας ἔχει νά πεῖ πάρα πολλά καί αὐτή ἡ εὐλογία τῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἀνεξάντλητη, ὅπως ἀνεξάντλητος εἶναι καί ὁ ὠκεανός τῆς Θείας Χάριτος, πού ἦταν πλημμυρισμένος πάντοτε ὁ Γέροντας. Γνώρισα τόν Γέροντα Παΐσιο ὅταν ἤμουν 18 χρόνων, μόλις τελείωσα τό Λύκειο καί τό 1976 βρέθηκα γιά σπουδές στή Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.  Τότε ἄκουγα γιά τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό διάφορους συμφοιτητές μου καί εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία νά πάω. Ἔτσι τόν Σεπτέμβριο τοῦ ᾽76 προσπάθησα νά τό ἐπισκεφθῶ. Ἡ πρώτη ἐπίσκεψη ἦταν τραγική.  Δέν μ’ ἄρεσε καθόλου καί ἔφυγα τήν ἑπόμενη μέρα τό πρωΐ.  Εἶπα: «Δέν πρόκειται νά ξαναπατήσω σ’ αὐτό τόν τόπο».  Μοῦ φάνηκε τόσον ἄσχημος τόπος, τόσον ἀπαίσιος, τόσο καταθλιπτικός. Τοῦ πειρασμοῦ ἦταν βέβαια, μή νομίσετε ὅτι ἔτσι εἶναι ὁ τόπος.  Ἐγώ ἔφταιγα, δέν ἔφταιγε ὁ τόπος, ἀλλά ἔτσι ἦταν στό δικό μου μυαλό.  Μή ξεχνᾶτε, ὅτι προερχόμουν ἀπό ἕνα χῶρο πού δέν εἴχαμε καί μεγάλες ἐμπειρεῖες ἀπό μοναχική ζωή καί Ἅγιον Ὄρος. Τήν ἑπομένη τό πρωΐ βγῆκα ἔξω.  Ὅταν ἄκουγα διηγήσεις ἀπό φοιτητές ἄλλους, πόσο ὡραῖα ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος, ντρεπόμουν νά πῶ ὅτι ἐμένα δέν μοῦ ἄρεσε καθόλου.  Ξαναδοκίμασα νά πάω σέ 10-15 μέρες.  Ἦταν νομίζω ἀρχές Ὀκτωβρίου.  Ἐν τῷ μεταξύ, πρώτη φορά ἄκουγα ἀπό τούς συμφοιτητές μου γιά τόν π. Παΐσιο καί γιά τόν παπα-Ἐφραίμ στά Κατουνάκια καί γιά μερικούς ἄλλους Γέροντες, πού ὄντως ἔλαμπαν ἐκεῖνο τό διάστημα, σάν φωστῆρες, εἰς τό στερέωμα τοῦ Ἁγ. Ὄρους.
Πῆγα στόν Γέροντα μέ ἕνα Ἱεροδιάκονο τότε, ὁ ὁποῖος τώρα ἐκοιμήθη καί ὁ ἴδιος μέ ὁδήγησε στόν π. Παΐσιο,  ὁ ὁποῖος ἔμενε τότε στόν Τίμιο Σταυρό, στήν Καψάλα. Εἶχα μεγάλη ἀγωνία νά τόν δῶ, γιατί στόν δρόμο μοῦ διηγόταν ὁ διάκος θαύματα καί πράγματα καί προφητεῖες καί φοβόμουν ὅτι θά μοῦ ἀποκαλύψει καί ὅλα τά ἄδηλα καί κρύφια τῆς καρδίας μου.  Ὑπῆρχε καί κίνδυνος νά μέ ἐκδιώξει μέ τίς κλωτσιές, βέβαια, ἀπό τόν χῶρο ἐκεῖνο.
Κτυπήσαμε τό κουδούνι καί περιμέναμε.  Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση μιά πινακίδα πού εἶχε γραμμένη ὁ Γέροντας.  Ἔγραφε ἐκεῖ στόν Τίμιο Σταυρό: «Καλύτερα νά μήν μέ ἀπασχολεῖτε μέ τίς ἀργολογίες κ.λ.π., πιό πολύ μπορῶ νά σᾶς βοηθήσω μέ τήν προσευχή».
Κάποια στιγμή, ἀκούσαμε μιά φωνή καί βλέπω ἕνα γεροντάκι τό ὁποῖο ἦταν τυλιγμένο μέ μιά πράσινη κουβέρτα μέ ρίγες καί ἄρχισε νά ἀνεβαίνει σιγά - σιγά παραπατώντας στόν δρόμο, γιά νά μᾶς ἀνοίξει.  Μοῦ λέει ὁ διάκος: «Αὐτός εἶναι ὁ Γέρο-Παΐσιος».  «Αὐτός εἶναι ὁ Γέρο-Παΐσιος;».  Ἀμέσως ἔχασα ὅλη μου τή διάθεση.  Ἐγώ περίμενα νά δῶ κανένα... Δέν ξέρω τί φανταζόμουν, τέλος πάντων... Εἶδα μπροστά μου ἕνα γεροντάκι, ὄχι γεροντάκι, στήν ἡλικία μου ἦταν βέβαια, ἔτσι τόν ἔβλεπα τότε.  Ἀδύνατος, καχεκτικός... Μᾶς ἄνοιξε, μπήκαμε μέσα, καθίσαμε σ’ ἐκεῖνο τό πάφτωχο, κυριολεκτικά, ἀρχονταρικάκι του πού εἶχε, δηλαδή, ἦταν ἕνα μικρό δωμάτιο μέ δυό σάν κρεββάτια. Περίμενα ἐκεῖ, γεμάτος ἀπορία καί ἀγωνία νά δῶ πῶς εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. 
Ὁ Γέροντας ἄρχισε νά μᾶς διηγεῖται διάφορα πράγματα καί αὐτά μᾶς ἦταν τελείως ἀδιάφορα.  Σέ μιά στιγμή, ἔβγαλε τά παπούτσια του καί βγῆκε πάνω στό κρεββάτι, θέλοντας νά μᾶς παραστήσει κάτι πού μᾶς ἔλεγε.  Ἐγώ λέω: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καλά».  Ἀπογοητεύτηκα καί εἶπα: «Φαίνεται δέν εἶναι καλά, γι’ αὐτό τόν ᾽βγάλαν Ἅγιο καί ἔρχονται ἐδῶ νά τόν δοῦν». «Νά δοῦμε τώρα πῶς θά ρίξομε τή συζήτηση στά σοβαρά».  Σκεφθεῖτε, δηλαδή, ποῦ βρισκόμουνα. «Γέροντα, ἔχετε μεγάλη φήμη στή Θεσσαλονίκη». «Ναί; Σοβαρά;». «Ναί, ναί καί τό ὄνομά σας ἀκούγεται πολύ».  Μοῦ λέει: «Κοίταξε, βρέ παιδί μου, ἐδῶ πιό πάνω πού πέρασες εἶδες τά σκουπίδια ὅλα;» «Ναί». Μοῦ λέει: «Κοίταξε ἐκεῖ».  Πράγματι, κοίταξα καί εἶχε ἐκεῖ μιά παλιοκονσέρβα ἀπό καλαμαράκια, πού κυκλοφοροῦσαν στό Ὄρος τότε, καί ἔπεφτε ὁ ἥλιος πάνω καί ἔφεγγε.  Μοῦ λέει: «Τήν βλέπεις ἐκείνη τήν κονσέρβα πού λάμπει;» «Ναί». «Ἔ, ἔτσι εἶμαι κι ἐγώ.  Κονσέρβα ἄδεια, πεταμένη, χαλασμένη καί τήν βλέπει ὁ κόσμος ἀπό μακριά καί νομίζει ὅτι κάτι εἶναι».  Μόλις πήγαινα νά τόν ρωτήσω κάτι, μοῦ ἔδινε ἕνα λουκούμι.  Θά ἔφαγα 15 λουκούμια μέχρι νά φύγω!
Δέν μᾶς εἶπε τίποτα.  Ἀπογοητεύτηκα, σέ κάποια στιγμή δέν ἐρωτοῦσα πλέον.  Ἔλεγε στόν διάκο διάφορα.  Σηκωθήκαμε νά φύγομε.  Λέω: «Γέροντα, μᾶς εἶπαν ὅτι ἔχετε κάτι φίδια ἐδῶ,  ἀληθεύει;» «Ναί, θέλεις νά τά δεῖς;».  Ἔ, τί θά τοῦ ἔλεγα, ὅτι δέν θέλω νά τά δῶ; «Ναί, ἐντάξει, καλά εἶναι νά τά βλέπαμε».  τοῦ εἶπα.  «Ἄκουσε, αὔριο πού θά γίνεις Πνευματικός, νά’ ρθεῖς  νά σοῦ τά δείξω,  ἐδῶ τά ἔχω», ἐννοώντας τήν καρδιά του. Βγήκαμε ἔξω.  Ἐγώ ἤμουν ἀπογοητευμένος, σκέφτηκα «Δέν ἔχει τίποτα, δέν ἔχει νόημα».  Στό κάγκελο ἐκεῖ τῆς πόρτας τόν ρωτῶ γιά τελευταία φορά, ἔτσι ἀπεγνωσμένος: «Ἔ, πέστε μας καί κάτι νά ὠφεληθοῦμε».  Σάν νά τοὔλεγα: «Τόση ὥρα τί μᾶς ἔλεγες;» «Ἄντε, ρέ παιδιά», μᾶς λέει «εἴσαστε νέοι ἐσεῖς, νά κάνετε πολλές μετάνοιες».  «Πόσες;» «Πολλές, πολλές» καί μᾶς κτύπησε, ἔτσι, στήν πλάτη. 
Ἐκείνη τήν ὥρα, πραγματικά, σᾶς ὁμολογῶ ὅτι ἔγινε ἕνα μεγάλο γεγονός, εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος.  Τά δένδρα, τά πουλιά, ὁ ἀέρας, τά βράχια, τά πάντα, τά πάντα.  Ἕνα φοβερό πράγμα!  Πρώτη φορά καί τελευταία, βέβαια, στή ζωή μου ἔγινε αὐτό.  Εὐωδίασαν ὅλα πάρα πολύ ἔντονα καί μᾶς κυρίευσε μιά φοβερή ἐνέργεια.  Καί ὁ Γέροντας λέει: «Ἄντε, πᾶτε, πᾶτε, πᾶτε».  Μᾶς ἔδιωξε γρήγορα-γρήγορα, ἔκλεισε τήν πόρτα, ἔφυγε στό Καλυβάκι, κι ἐμένα μέ τόν διάκο μᾶς ἔπιασε ἕνα πράγμα παράξενο.  Τοῦ λέω: «Μά, μυρίζεσαι;» «Μοῦ λέει: «Δέν λέγεται. Τί συμβαίνει;» Φύγαμε τρέχοντας μέ τά πόδια, ἀπό τόν Τίμιο Σταυρό καί φτάσαμε στόν Μπουραζέρη σέ κλάσματα χρόνου, λές καί ἤμασταν δρομεῖς καί δέν μπορούσαμε νά σταματήσουμε στόν δρόμο.  Μέχρι τόν Μπουραζέρη εὐωδίαζαν τά πάντα.  Μετά ἀπ’ αὐτό κατάλαβα ὅτι, πράγματι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος κρύβει μέσα του ἕνα μεγάλο θησαυρό!
Τόν ἐπισκέφθηκα πάλι σέ ἄλλες 10 μέρες περίπου, ὁπόταν μετά ἀπ’ αὐτό τό γεγονός, ἴσως γιατί προηγήθηκε καί τό γεγονός αὐτό μέ τήν εὐωδία, ὁ Γέροντας ἦταν τελείως διαφορετικός καί ἀπό τότε, ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ ᾽76, ὅπως λέγει καί ὁ Ψαλμός, «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου», ἔτσι καί ἡ δική μου ψυχή ἐκολλήθη ὀπίσω τοῦ Γέροντος αὐτοῦ καί αἰσθανόμουν ὅτι ὁ Θεός ἦταν ἐκεῖ!  Ὁ Θεός ἦταν παρών! Τό πρῶτο πράγμα γιά τό ὁποῖο ἐβεβαιώθηκα ἀπόλυτα, κατά ἕναν παράδοξο τρόπο, εἶναι ὅτι, ὅ,τι λέει ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο, ὅ,τι εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στούς βίους τῶν Ἁγίων, ὅσα ἐγράφησαν εἰς τήν Ἐκκλησία, ὅσα ἐλέχθηκαν, ὅσα ἄκουσα, ἦταν ὅλα ἀλήθεια.  Δέν ὑπῆρχε πλέον μέσα στήν ψυχή μου ἡ παραμικρή ἀμφιβολία γιά ὁτιδήποτε ἦταν λόγος Θεοῦ καί Εὐαγγελίου.  Γιατί, φυσικό ἦταν, στά 18 χρόνια, ὅσο νἆναι, τά πράγματα εἶναι πολύ ἀνώριμα ἀκόμα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπέρασε ἐκεῖνος ὁ χρόνος μέ πάρα πολλές ἐπισκέψεις.  Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ ἀποφάσισα νά μείνω στό Ἅγιον Ὄρος, νά διακόψω τίς σπουδές μου, πράγμα πού ὁ Γέροντας δέν τό δέχθηκε, γιατί εἶχα μία ὑποτροφία ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί  μοῦ εἶπε: «Ἐντάξει, μεῖνε στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά πήγαινε νά δίνεις ἐξετάσεις κατά διαστήματα, γιατί ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία σέ ἔστειλε καί ἔχεις μιά ὑποτροφία, δέν εἶναι σωστό ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἦλθες νά διακόψεις».  Ὅπως καί ἔγινε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου