Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Πώς αποβάλλουμε το χοϊκό άνθρωπο και ενδυόμαστε τον Χριστό - άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος

 



Πώς αποβάλλουμε το χοϊκό άνθρωπο και ενδυόμαστε τον Χριστό, καθιστάμενοι συγγενείς και αδελφοί του.

Ο μακάριος Παύλος αφού μας φιλοξένησε καλώς στην προηγούμενη τράπεζα των θείων του λόγων και εύφρανε τις καρδιές μας, μας προσφέρει πάλι προς φιλοξενία κι’ άλλη τράπεζα των θεόπνευστών του λόγων, γεμάτη με πνευματικά φαγητά, από τα οποία γνωρίζει ότι τρέφεται ο εσωτερικός μας άνθρωπος, ευφραινόμενος μαζί και στηρίζοντας την καρδιά με το ζωτικό άρτο του λόγου και με τον οίνο της σοφίας και της γνώσεως του Θεού που ευφραίνει, γεμάτη μάλιστα και με τη θεία χάρη του Πνεύματος, από το οποίο γεμίζει η ψυχή με κάθε ευφροσύνη και ηδονή και, εγκαταλείποντας τα εγκόσμια, ανέρχεται με ελαφρά τα φτερά της διανοίας στους ουρανούς και στο Θεό.


Ας δούμε λοιπόν ποιά είναι αυτή η τράπεζα του Αποστόλου και ποιά είναι τα φαγητά της. Αλλ’ ας υψώσουμε τις διάνοιές μας από τα γήινα και φθειρόμενα και, επειδή πρόκειται ν’ ακούσουμε θεϊκά λόγια, ας προσέχουμε στα λεγόμενα με κάθε ακρίβεια, ώστε να αξιωθούμε να φιλοξενηθούμε αξίως μαζί με το Πνεύμα το οποίο διά του Αποστόλου λέγει τα κρυμμένα μυστήρια της βασιλείας των ούρανών. Λέγει πράγματι· «ο πρώτος άνθρωπος πλάσθηκε από τη γη και ήταν χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος, είναι από τον ουρανό». Μη προσπεράσεις απλώς το λόγο, αγαπητέ, και τον θεωρήσεις ως ευκολοκατανόητο διότι στο συλλογισμό του παρόντος λόγου βρίσκεται πολύ νοηματικό βάθος, που απαιτεί μεγάλη έρευνα και προσοχή. Αλλ’ ετοίμασε την ακοή και θα κατανοήσεις το κρυμμένο σ’ αυτόν βάθος των μυστηρίων του Θεού.
«Ο πρώτος άνθρωπος πλάσθηκε από τη γη και ήταν χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος, είναι από τον ουρανό. Όποιος ήταν ο χοϊκός, τέτοιοι είναι και οι χοϊκοί· και όποιος είναι ο επουράνιος, τέτοιοι και οι έπουράνιοι». «Πρώτον» και «χοϊκόν άνθρωπο» εννοεί τον Αδάμ, καθώς έχει γραφεί· «και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο παίρνοντας χώμα από τη γη». Αφού λοιπόν πλάσθηκε χοϊκός από τη γη και έλαβε πνεύμα ζωής, το οποίο ο Λόγος γνωρίζει ότι καλείται ψυχή νοερή και εικόνα Θεού, τοποθετήθηκε στον παράδεισο, λαμβάνοντας εντολή να εργάζεται και να τον φυλάττει.
Με ποιόν σκοπό; Με σκοπό, όσο θα φυλάττει αυτήν και θα ενεργεί σύμφωνα μ’ αυτήν, να διαμένει αθάνατος και να συναγωνίζεται αιώνια τους αγγέλους, και ν’ ανυμνεί μαζί τους το Θεό, να δέχεται τις από εκεί ελλάμψεις, και να βλέπει νοερώς το Θεό και ν’ ακούει τις θείες φωνές του· τη στιγμή όμως που θα παραβεί την εντολή που του δόθηκε και θα φάει από το δένδρο, από το οποίο τον πρόσταζε ο Θεός να μη φάει, να παραδοθεί στο θάνατο, να καταστραφούν οι οφθαλμοί της ψυχής, να στερηθεί τη θεία δόξα, να φραχθούν τα αυτιά, να εκπέσει από αυτή τη διαγωγή που είχε μαζί με τους αγγέλους και να διωχθεί από τον παράδεισο.
Κι’ αυτό συνέβηκε αφού παρέβηκε την εντολή και εξέπεσε από την αθάνατη και αΐδια ζωή. Πράγματι, μόλις ο Αδάμ παρέβηκε την εντολή του Θεού και έστρεψε το αυτί του στον απατεώνα διάβολο να του ψιθυρίσει και τον υπάκουσε ακούγοντας τα δόλια λόγια του, με τα οποία μιλούσε εναντίον του δημιουργού Δεσπότη, γεύθηκε το δένδρο και, αναβλέποντας αισθητικώς, μόλις θεώρησε και είδε εμπαθώς τη γύμνωση του σώματός του, στερήθηκε δικαίως από όλα τα αγαθά, και κουφάθηκε, για να μην ακούσει με βέβηλα αυτιά θεοπρεπείς και πνευματικούς θείους λόγους, αυτούς που ακούονται μόνον από τους άξιους· αλλά στερήθηκε κι’ από τη θεωρία της ανέκφραστης εκείνης δόξας, επειδή απομάκρυνε εκουσίως το νου του από αυτήν, κατανόησε εμπαθώς τον καρπό του δένδρου και πίστεψε στον όφι που είπε· «μόλις φάγετε από αυτόν, θα γίνετε ως θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το πονηρό».
Αυτός λοιπόν ο χοϊκός άνθρωπος, αφού απατήθηκε με την ελπίδα της θεώσεως και έλαβε και έφαγε από αυτόν τον καρπό, στερήθηκε τελείως απ’ όλα τα νοητά και ουράνια αγαθά και κατάντησε στην παθητική αίσθηση των επιγείων και ορατών κτισμάτων και απέναντι σ’ αυτά από τα οποία ξέπεσε, για να επαναλάβω τα ίδια, έγινε κουφός, τυφλός, γυμνός, αναίσθητος, καθώς επίσης και θνητός, φθαρτός και άλογος, όμοιος με τα ανόητα κτήνη κατά τον προφήτη που βοά· «αναμείχθηκε με τα ανόητα κτήνη και ομοιώθηκε μ’ αυτά». Έμαθες από ποιά δόξα και αθάνατη τρυφή και διαγωγή σε ποιά ατιμία κατρακύλησε ο άνθρωπος, σε ποιά ντροπή και άγνοια, σε ποιά φτώχεια περιέπεσε από τον άφθονο πλούτο; Έτσι λοιπόν έγινε και ήταν ο πρώτος άνθρωπος, που πλάσθηκε από τη γη, χοϊκός, αν και δεν μπορέσαμε να πούμε τα πάντα.
Ας δούμε λοιπόν και ας διδαχθούμε από τις θείες Γραφές ποιός είναι και ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος από τον ουρανό. Αυτός, όντας Θεός από Θεό, άναρχο γέννημα ανάρχου Πατρός, γέννημα ασώματο ασωμάτου, ακατάληπτο ακαταλήπτου, αιώνιο αιωνίου, απρόσιτο απροσίτου, αχώρητο αχωρήτου, αθάνατο αθανάτου, αόρατο αοράτου, Λόγος Θεού και Θεός, διά του οποίου έγιναν τα πάντα, και τα ουράνια και τα επίγεια και, για να ανακεφαλαιώσω, αυτός λοιπόν όντας έτσι και μένοντας έτσι μέσα στον Πατέρα και έχοντας τον Πατέρα να μένει μέσα του, χωρίς να χωριστεί από αυτόν ούτε να τον εγκαταλείψει τελείως, κατέβηκε στη γη και σαρκώθηκε από το άγιο Πνεύμα και την παρθένο Μαρία.
Και ενανθρώπησε, γενόμενος ατρέπτως ίσος κατά πάντα μ’ εμάς χωρίς αμαρτίες, ώστε, διερχόμενος από όλα τα δικά μας, να αναχωνεύσει και να ανακαινίσει εκείνον τον πρώτον άνθρωπο και δι’ εκείνου όλους όσοι γεννήθηκαν και γεννώνται από αυτόν, και να γίνουν όμοιοι μ’ εκείνον που τους γέννησε. Επειδή λοιπόν ο γεννήτορας Αδάμ έγινε φθαρτός και θνητός, θα προσθέσω και κουφός και τυφλός, εξαιτίας της παραβάσεως, και διετέλεσε γυμνός από την ένθεη ενδυμασία και αναίσθητος, όπως αυτός ο χοϊκός, έτσι και όλοι όσοι γεννήθηκαν από αυτόν, έγιναν χοϊκοί, φθαρτοί, θνητοί, κουφοί, τυφλοί, γυμνοί και αναίσθητοι, μη διαφέροντας σε τίποτε από τα άλογα ζώα, ή να πω καλύτερα υπήρξαν χειρότεροι κι’ από αυτά τα ίδια, επειδή συμπεριέλαβαν το καθένα από τα πάθη εκείνων και τα προσάρτησαν μέσα τους.
Σε τέτοια λοιπόν άγνοια Θεού και των θείων του εντολών οδηγήθηκαν οι γεννημένοι χοϊκοί από αυτόν τον χοϊκό, ώστε την τιμή εκείνη που όφειλαν ν’ αποδώσουν στον Θεό την απέδωσαν στην ορατή αυτή κτίση· και όχι μόνο στον ουρανό, στη γη, στον ήλιο, στη σελήνη, στα άστρα, στο πυρ, στο ύδωρ και στα υπόλοιπα, αλλά αφού θεοποίησαν κι’ αυτά ακόμη τα αισχρά πάθη, τα οποία ο Θεός τους απαγόρευσε ούτε να τα σκέπτονται, πολύ περισσότερο να τα πράττουν, και τα έστησαν (πω, πω αναισθησία!), τα προσκύνησαν ως θεούς. Ποιά από αυτά; Την πορνεία, τη μοιχεία, την ανδρομανία, την αλληλοφονία και οτιδήποτε παρόμοιο με αυτά, τα οποία όχι ο Θεός (μακριά μια τέτοια βλασφημία!), αλλ’ ο διάβολος προστάζει, υποβάλλει και αποδέχεται, και με τα οποία υποδούλωσε και υποδουλώνει όλο το ανθρώπινο γένος και τους έκανε και τους κάνει υποχειρίους και δούλους του.
Έτσι, κι’ αν ακόμη βρέθηκε από παλαιά κάποιος από τις άπειρες εκείνες μυριάδες και χιλιάδες που να μην υπέκυψε στα αισχρά προστάγματά του και τα θελήματά του, αλλ’ επειδή κι αυτός καταγόταν από το σπέρμα των αμαρτωλών ήταν δούλος του τυράννου θανάτου και παραδιδόταν στη φθορά του και παραπεμπόταν ασυμπαθώς στον άδη, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κάποιος που να μπορεί να τον σώσει και να τον λυτρώσει· γι’ αυτόν λοιπόν μας λυπήθηκε ο δημιουργός μας Θεός Λόγος και κατέβηκε, ως γνωστόν, και έγινε άνθρωπος όχι από συνουσία ή ρεύση (διότι αυτά συνέβηκαν μετά την παράβαση), αλλά από το άγιο Πνεύμα και την αειπάρθενο Μαρία. Πράγματι, αναλαμβάνοντας έμψυχη σάρκα από τα πάναγνα αίματά της, έγινε άνθρωπος, διατέλεσε και έγινε δηλαδή ολόκληρος σάρκα, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ατρέπτως, αναλλοιώτως, όπως έχει γραφεί· «και ο Λόγος έγινε σάρκα και κατασκήνωσε μέσα μας». Αυτό είναι το ακατάληπτο και ακατανόητο σ’ όλους θαύμα, ότι δηλαδή ο ίδιος και άτρεπτος έμεινε κατά τη θεότητα και τέλειος άνθρωπος έγινε.
Συνέβηκε δηλαδή ό,τι και με τον Αδάμ· ο Θεός τον έπλασε από τη γη και του χάρισε πνεύμα ζωής, και έγινε τέλειος άνθρωπος με ζωντανή ψυχή χωρίς συνουσία και ρεύση· έτσι κι αυτός που τον δημιούργησε χωρίς συνουσία και ρεύση γίνεται άνθρωπος. Και όπως γράφτηκε εκεί στην παλαιά Γραφή, ότι ο Θεός έβαλε έκσταση πάνω στον Αδάμ και τον ύπνωσε και λαμβάνοντας μία πλευρά του οικοδόμησε και έπλασε τη γυναίκα, έτσι έκανε κι’ εδώ. Πώς και με ποιόν τρόπο; Πρόσεχε. Η πλευρά του Αδάμ είναι η γυναίκα. Από αυτήν λοιπόν την πλευρά του Αδάμ, δηλαδή από την ίδια τη γυναίκα, έλαβε ο Θεός Λόγος έμψυχη σάρκα και την οικοδόμησε σε τέλειο άνδρα, ώστε να γίνει αληθώς υιός του Αδάμ· κι αφού διετέλεσε άνθρωπος κι έγινε όμοιός μας κατά πάντα πλην της αμαρτίας, αμέσως έγινε κατά σάρκα συγγενής όλων των ανθρώπων.
Αυτό όμως το είπε και κάποιος άλλος πριν από εμάς λέγοντας το εξής· «ενδυόμενος τη σάρκα, ενδύθηκε και την αδελφότητα». Αλλά όντας αυτός Θεός και άνθρωπος μαζί, και η σάρκα του και η ψυχή του ήταν και είναι αγία και υπεραγία όπως ήταν Θεός άγιος, ο ίδιος και είναι άγιος και θα είναι, διότι και η παρθένος ήταν άμωμη, άσπιλη και αμίαντη· αλλά τέτοια ήταν και η πλευρά που αφαιρέθηκε από τον Αδάμ. Οι άλλοι όμως άνθρωποι, παρ’ όλο που υπήρξαν κατά σάρκα αδελφοί και συγγενείς του, αλλά όντας χοϊκοί έμειναν έτσι και δεν έγιναν αμέσως άγιοι και υιοί του Θεού. Αλλά προσέχετε ακριβώς το Πνεύμα που λέγει αυτά· ο Θεός έγινε άνθρωπος και διετέλεσε συγγενής και αδελφός όλων των ανθρώπων. Μόνο λοιπόν ο Υιός του Θεού είναι Θεός και άνθρωπος, μόνος ήταν και είναι άγιος, όπως θα είναι στους αιώνες, μόνος δίκαιος, μόνος αληθινός, μόνος αθάνατος, μόνος φιλάνθρωπος, μόνος ελεήμων και εύσπλαχνος, μόνος δυνάστης, μόνος φως του κόσμου και όντας φως το απρόσιτο.
Ενώ λοιπόν αυτός ήταν τέτοιος και εμείς βρισκόμασταν στο θάνατο και τη φθορά χωρίς να έχουμε καμμία τελείως επικοινωνία μαζί του, παρά μόνον, όπως είπαμε, την κατά σάρκα συγγένεια, ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο, το Θεό δηλαδή και τους ανθρώπους, μεσίτευσε η προς αυτόν πίστη, ώστε, επειδή ήμασταν πτωχοί και τίποτε δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε για τη σωτηρία μας, δεχόμενος την προς αυτόν πίστη αντί πάντων, μας ελέησε και μας χάρισε την άφεση των αμαρτημάτων, την απαλλαγή του θανάτου και της φθοράς και την ελευθερία. Αυτά τα χαρίζει και μέχρι σήμερα σ’ εκείνους που πιστεύουν ολοψύχως, και όχι μόνον αυτά, αλλά και τα υπόλοιπα τα οποία μας υποσχέθηκε και μας επαγγέλλεται καθημερινά διά των αγίων ευαγγελίων.
Ποιά όμως είναι αυτά; Η αναγέννηση και ανάπλασή μας δι’ ύδατος και Πνεύματος, η συναρίθμησή μας με τους αγίους του δούλους, η παροχή της χάριτος του αγίου του Πνεύματος σε μας, η δωρεά της συμμετοχής δι’ αυτού στα αγαθά της γης την οποία κληρονομούν οι πράοι με ευφροσύνη και αγαλλίαση καρδιάς, η ένωση και σύναψή του μαζί μας, ώστε να γίνουμε και οι δύο ένα στον ίδιο τον Θεό και Πατέρα συνδεόμενοι δι’ αυτού με το Πνεύμα.
Μετέχομε λοιπόν σ’ όλα αυτά τα αγαθά και τα απολαμβάνομε, όταν τηρούμε ακριβώς όλα όσα υποσχεθήκαμε σ’ αυτόν και όταν αποφεύγουμε όσα πάλι απορρίψαμε, μη επιστρέφοντας στο ίδιο εξέραμα (εμετό) όπως οι σκύλοι. Έτσι λοιπόν αν φυλάξουμε όλα όσα μας είπε και μας λέει ο ίδιος ο Θεός, είμαστε πράγματι πιστοί, αποδεικνύοντας την πίστη μας από τα έργα, και γινόμαστε όπως εκείνος άγιοι και τέλειοι, όλοι τελείως επουράνιοι, τέκνα επουράνιου Θεού, όμοια μαζί του κατά πάντα θέσει και χάριτι, επειδή είναι και αυτός όπως εμείς όμοιός μας πλην της αμαρτίας.
Εάν όμως, περιφρονώντας τις άγιες και ζωοποιές του εντολές, απομακρυνθούμε από αμέλεια και ενεργήσουμε κάτι εναντίον των προσταγμάτων του, επειδή πράξαμε όσα δεν μας παρήγγειλε, αμέσως εκπίπτουμε από όλα εκείνα τα αγαθά που μας δόθηκαν από το Θεό διά του βαπτίσματος. Και όπως ο Αδάμ μετά την παράβαση εκβάλλεται και απογυμνώνεται από τον παράδεισο και την τρυφή και την μετά των αγγέλων διαβίωση και απομακρύνεται από τη θέα του Θεού, έτσι κι εμείς αμαρτάνοντας αποχωριζόμαστε από την Εκκλησία των αγίων δούλων του και τη θεία ενδυμασία την οποία εμείς οι βαπτιζόμενοι ενδυθήκαμε, τον ίδιο δηλαδή το Χριστό, όπως πιστεύουμε, αυτόν τον αποδυόμαστε διά της αμαρτίας· και όχι μόνον αυτά, αλλά στερούμαστε και την ίδια την αιώνια ζωή κι αυτό το άδυτο φως, τα αιώνια αγαθά, τον αγιασμό και την υιοθεσία.
Και έτσι γινόμαστε πάλι χοϊκοί, όπως κι’ εκείνος ο πρώτος χοϊκός, αντί να γίνουμε επουράνιοι και όμοιοι κατά πάντα με αυτόν τον δεύτερο άνθρωπο και Κύριο Ιησού Χριστό· κι’ ακόμη μαζί μ’ αυτά γινόμαστε υπόδικοι στο θάνατο και στο σκοτάδι, και παραπεμπόμαστε στο άσβεστο πυρ, βασανιζόμενοι με μεγάλο κλαυθμό και με τρίξιμο των δοντιών. Διότι τώρα δεν αποβαλλόμαστε κι’ εμείς από αισθητό παράδεισο, όπως τότε ο Αδάμ, ούτε κατακρινόμαστε να εργαζόμαστε όπως κι εκείνος τη γη, αλλ’ αποβαλλόμαστε από τη βασιλεία των ουρανών και από τα αγαθά εκείνα για τα οποία έχει γραφεί· «όσα οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν»· απ’ αυτά λοιπόν αποβάλλομε τους εαυτούς μας και γινόμαστε υπεύθυνοι της κολάσεως. Κι αν δεν μας αποδιδόταν η ανάκληση διά της μετανοίας, δεν θα μπορούσε να σωθεί κανείς ποτέ.
Γι’ αυτό λοιπόν, όντας φιλάνθρωπος ο Θεός και οικτίρμων και επιθυμώντας τη σωτηρία μας, έθεσε σαφώς ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια· έδωσε εξουσία στον καθένα που θέλει ν’ ανακληθεί από την πτώση και δι’ αυτής να εισέλθει στην προηγούμενη οικειότητα και δόξα και παρρησία απέναντι στο Θεό, και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων εκείνων των αναφερθέντων αγαθών, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια, ή και μεγαλυτέρων. Και κατά την αναλογία της μετανοίας κάθε άνθρωπος βρίσκει ανάλογη την προς τον Θεό παρρησία και οικειότητα και μάλιστα γνωστώς και καταφανώς, όπως ένας φίλος προς φίλο, και συνομιλεί μαζί του πρόσωπο προς πρόσωπο και τον βλέπει καθαρά με νοερούς οφθαλμούς.
Όσοι λοιπόν μετά το βάπτισμα δεν έχουν με κάθε βεβαιότητα αυτήν την οικειότητα και παρρησία και την συμμετοχή των αναφερθέντων αγαθών, ούτε γνωρίζουν ότι έχουν ενδυθεί τον Χριστό, ούτε θεωρούν στο φως του Πνεύματος το φως της θεότητός του, ας σκύψουν μέσα στη συνείδησή τους· κι αφού την εξερευνήσουν με προσοχή μεγάλη, θα βρουν ότι αθέτησαν εντελώς τις ομολογίες (=συνετάξω τω Χριστώ, συνεταξάμην) κατά το βάπτισμα είτε εν μέρει είτε τελείως· και εάν όχι αυτό, θα ανακαλύψουν ότι παράχωσαν το τάλαντο του αγιασμού και της υιοθεσίας που τους δόθηκε και δεν το καλλιέργησαν και γι’ αυτό αποστερήθηκαν την θέα του Δεσπότη, επειδή εκείνος είναι αψευδής και αμεταμέλητος στα χαρίσματά του. Πράγματι είπε· «εκείνος που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου και εγώ θα τον αγαπήσω και θα του φανερωθώ».
Ακούσατε, τι λέει ό Δεσπότης· «εκείνος που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του εμφανισθώ». Εάν λοιπόν ο Χριστός είναι η αλήθεια, καθώς ο ίδιος είπε για τον εαυτό του, «εγώ είμαι η αλήθεια», και η αλήθεια δεν μπορεί να ψεύδεται (διότι «είναι αδύνατο», λέει ο Απόστολος, «να ψεύδεται ο Θεός», κανείς από εκείνους που δεν βλέπουν τον Κύριο να μη λέει ότι είναι αυτό αδύνατο· διότι δεν είναι αδύνατο, αλλα και πολύ δυνατό. Πράγματι, εάν εκείνος λέει, «εγώ είμαι το φως του κόσμου», εκείνοι που δεν τον βλέπουν είναι εντελώς τυφλοί, έμειναν οπωσδήποτε τυφλοί, επειδή δεν αγάπησαν τον Κύριο και δεν τήρησαν τις εντολές του.
Εάν όμως τον αγαπούσαν και τηρούσαν τις εντολές του, θα επιθυμούσαν να τον δουν και θα του το ζητούσαν αυτό με όλη τους τη ψυχή και θα τους φανερωνόταν ο ίδιος, ο αψευδής, ο εκ φύσεως αληθής και η αλήθεια, που γι’ αυτό παρουσιάστηκε στον κόσμο, ώστε να φωτίσει όλους όσοι βρίσκονται στον κόσμο, δηλαδή εκείνους που κάθονται στο σκοτάδι, όχι με κάποιο ξένο φως, αλλά με το φως της δίκης του δόξας και θεότητας. Κανείς λοιπόν από τους πιστούς που δεν βλέπουν νοερώς τον Κύριο, κανείς που δεν φωτίζεται τρανώς και γνωστώς με το φως του ούτε μένει στη θεωρία της δόξας του διαπαντός ούτε μένοντας βλέπει μέσα του το Θεό, να μη πει ότι είναι αδύνατον αυτό ούτε να ομιλεί κι αυτός ως άπιστος λέγοντας αυτά, αλλά ο καθένας σας, αγαπητοί, ερευνώντας, όπως είπαμε, τη συνείδησή του, θα βρει τον εαυτό του αίτιο της στερήσεως του Δεσπότη και της θέας της δόξας του.
Ας μετανοήσει λοιπόν ο καθένας σας και ας θρηνήσει τον εαυτό του, οπότε θα δει ότι βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, επειδή στέρησε τον εαυτό του από τόσα και τέτοια αγαθά, εκπίπτοντας από τη δόξα και τη θεωρία του βασιλέως των ουρανών, και ας φροντίσει με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να επιτύχει τα αιώνια αγαθά, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα στους αιώνες. Γένοιτο.
(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Ηθικός Λόγος ΙΒ΄, Ε.Π.Ε Φιλοκαλία των νηπτικών και Ασκητικών 19Γ΄, σ.245-263)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου