Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Η ιστορία δικαιώνει την Εκκλησία

 



Η ιστορία δικαιώνει την Εκκλησία
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Σε δέκα υπολογίζονται οι αιματηροί και σκληροί διωγμοί των κοσμικών ηγεμόνων της Ρώμης, οι οποίοι κίνησαν κάθε μέσο για να εξαφανίσουν ολότελα την Εκκλησία του Χριστού. Σε όλους όμως αυτούς τους διωγμούς η Εκκλησία του Χριστού βρίσκεται χωρίς την ελάχιστη κοσμική βοήθεια. Κανένα στράτευμα δεν έχει με το οποίο να διεξαγάγει τον τρομερό πόλεμο, που της έχουν κηρύξει, κανένα βασιλιά ή ηγεμόνα δεν έχει βοηθό. Κανένα κοσμικό όπλο δεν έχει στα χέρια Της, παρά τα άφθονα δάκρυά Της, την υπομονή και την προσευχή Της, την αδυναμία και την αισχύνη Της, τα τραύματά Της και το αίμα Της.

Και ρωτούμε: Εφ΄ όσον καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν είχε η Εκκλησία, γιατί δεν υπέκυψε; Γιατί δεν κάμφθηκε από τους πανίσχυρους αυτοκράτορες της Ρώμης και τους σιδηρόφρακτους στρατούς της; Εάν κάποιος έβλεπε μόνο στον εξοντωτικό πόλεμο, τον οποίο ανέλαβαν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις κατά της ανίσχυρης Εκκλησίας του Χριστού, τίποτε άλλο δεν θα ανέμενε και δεν θα πίστευε, παρά ότι ο παγκόσμιος σκοπός των πολεμίων Αυτής θα επιτύγχανε καθ΄ όλη τη γραμμή. Αυτό πίστευε και ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, ότι δηλαδή επιτυχώς παρασκεύασε την εξαφάνιση της Εκκλησίας. Γι΄ αυτό και νόμισμα χάραξε το οποίο από το ένα μέρος είχε την εικόνα του και το όνομά του, και από το άλλο την εξής επιγραφή: «Μετά την εξάλειψη του Χριστιανισμού». Και κατόπιν αρχίζουν τα σκωπτικά άσματα, διότι πίστευαν ότι η χριστιανική Εκκλησία τάφηκε.

Και όμως για μία ακόμη φορά, όπως και τότε έτσι και σήμερα, η χαρά της νίκης προκάλεσε ύστερα από λίγο τη θλιβερή απογοήτευση των ματαιοπονούντων διωκτών. Η Εκκλησία που φαινόταν ότι τάφηκε, αρχίζει μερικά χρόνια αργότερα τον νικηφόρο δρόμο Της προς τα εμπρός, και εξαπλώνεται και κατακτά τη Ρωμαϊκή επικράτεια και εκτείνεται μέχρι των περάτων της γης. Ο Διοκλητιανός ζούσε ακόμα, όταν ο Πάπας Σίλβεστρος έφερε το φως της ημέρας μέσα στις Κατακόμβες, και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κήρυξε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους.

Το ίδιο επαναλαμβάνεται σ΄ όλους τους αιώνες. Κατά τον 19ο αιώνα οι ασεβείς και ποικίλοι πολέμιοι του Χριστιανισμού πέσανε κατά της Εκκλησίας για να Την εξαφανίσουν. Και αυτοί μεν τάφηκαν από τον πανδαμάτορα χρόνο, η Εκκλησία όμως όχι μόνο υπάρχει, αλλ΄ ολοέν και προσελκύει προς Εαυτήν τα μεγαλύτερα πνεύματα του κόσμου.

Γι΄ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στρέφεται εναντίον όλων εκείνων που πολεμούν την Εκκλησία και διατρανώνει το ακατάλυτο Αυτής, αφού δεν είναι η Εκκλησία ανθρώπινο εφεύρημα. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος: «Μωρότατε και ασεβέστατε στα μεγάλα. Στρέφεσαι εναντίον του κλήρου και της οικουμενικής Εκκλησίας, που περιέλαβε όλα τα πέρατα με την απλότητα του λόγου και τη μωρία του κηρύγματος, το οποίο νίκησε σοφούς και κατήργησε δαίμονες και ξεπέρασε το χρόνο· αυτό που είναι παλιό μαζί και νέο και σε γενικές γραμμές με την τελείωση του μυστηρίου το οποίο αποταμιεύτηκε σε ίδιους καιρούς; Στρέφεσαι εναντίον της μεγάλης κληρονομίας του Χριστού, που δεν θα παύσει να υπάρχει, ούτε και αν μερικοί αγριεύουν περισσότερο από σένα, και η οποία θα βαδίσει περισσότερο και θα εξυψωθεί, διότι πιστεύω στις προρρήσεις και σε όσα βλέπω. Αυτήν την οποία έκανε ο Θεός και κληρονόμησε ο άνθρωπος, αυτήν που προτύπωσε ο νόμος, συμπλήρωσε η χάρη και την έκανε νέα ο Χριστός; Αυτήν την οποία συγκρότησαν οι Προφήτες, συνένωσαν οι Απόστολοι και κατάρτισαν οι Ευαγγελιστές» (ΕΠΕ 3, 88-90).

(Αρχιμ. ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΛΥΡΑΚΗΣ,Περιοδικό” Μεταμόρφωσις” Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου & Κορσέων, Ιανουάριος 2010)

Μη αποκρύψης το Φώς του προσώπου Σου

 

Μη αποκρύψης το Φώς του προσώπου Σου

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
ΜΗ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΟΥ
Παράφρασις Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου
Ελέησέ με, μόνε Κύριε, ελέησέ με, συ που με εσκέπασες από της νεαράς μου ηλικίας, συ που από την αγαθότητά σου μού εσυμπάθησες τα πάμπολλά μου πταίσματα που γνωρίζω πως σου έπταισα. Συ που με ελευθέρωσες από τον πλάνον και μάταιον κόσμον και από συγγενείς και φίλους και ατόπους ηδονάς και με αξίωσες να κάθωμαι εδώ ωσάν εις όρος [1] και μου έδειξες την θαυμαστήν σου, Θεέ μου, δόξαν και με εχαρίτωσες γεμίζοντας με όλον από θείον σου Πνεύμα και από Πνευματικόν φωτισμόν.
Συ πάλιν Θεέ μου, δος μου του δούλου σου τελείαν και ολόκληρον την Χάριν σου, χωρίς να μετανοήσης εις τούτο. Μην την αφαίρεσης, Δέσποτα, μηδέ αποστραφής με παραβλέποντάς με, συ που εξ αρχής με έστησες έμπροσθεν εις το πρόσωπόν σου και με εσυναρίθμησες εις τους δούλους σου και, σφραγίζοντάς με με την σφραγίδα [2] της Χάριτός σου, με επωνόμασες εδικόν σου.
Μη με πάλιν απορρίψης, μηδέ αποκρύψης το φως του προσώπου σου και με καλύψη σκότος· και με καταπίη η άβυσσος και συγκλείση ο ουρανός εμένα, τον οποίον με ανεβίβασες ανώτερα από αυτόν, καταξιώνοντάς με να συνευρίσκωμαι με τους αγγέλους σου, ή, να ειπώ καλύτερα, με εσένα τον των όλων ποιητήν και να συνευφραίνωμαι μαζί με εσένα και να θεωρώ την απαραμοίαστον δόξαν του προσώπου σου, απολαμβάνοντας χορταστικά και από το απλησίαστον φως· και να χαίρω ευφραινόμενος χαράν ανεκλάλητον, με την παρουσίαν της ανερμήνευ­του σου ελλάμψεως.
Οπόταν και κατατρυφώντας εγώ από εκείνο το ανερμήνευτον φως, εσκιρτούσα και έχαιρον ομού με εσένα τον ποιήτην και πλάστην μου, θεωρώντας το απαρομοίαστον κάλλος του προσώπου σου. Τόσον που και καταβιβάζοντας πά­λιν τον νουν μου εις την γην τότε, δεν έβλεπα μήτε τον κόσμον, με το να ήμουν πεφωτισμένος από εσένα, μήτε τα του κόσμου πράγματα, αλλά ήμουν ανώτερος και από τα πάθη και από τας φροντίδας.
Και συστρεφόμενος εις πράγματα και τα κακά ελέγχοντας, δεν συμμετείχα κατ' αρχάς εις τας κακίας των ανθρώπων. Αφ' ου δε, εγχρονίζοντας μέσα εις αυτά, επροτίμησα τα των άλλων και συνεσύρθηκα εις φιλονείκους ανθρώπους [3] με την ελπίδα της διορθώσεως των, εμέθεξα από την κακίαν. Και τώρα κυριευ­θείς από άγρια θηρία, κινδυνεύω. Διότι θέλοντας να αποσπάσω άλλους από την βλάβην εκείνων των θηρίων, εγώ πρώτος έγινα ξέσχισμα θηρίων.
Αλλά συ, φιλάνθρωπε, πρόφθασε σπλαγχνισθείς, τάχυνε και ελευθέρωσε εμέ, που διά εσένα έπεσα μέσα εις αυτά. Διότι καθώς ορίζει η εντολή σου[4], ελεήμον, έθεσα την αθλίαν μου ψυχήν διά την σωτηρίαν των αδελφών μου.
Αλλά αν και επληγώθηκα, συ όμως δύνασαι να με ιατρεύσης. Αν και εκρατήθηκα από τους εχθρούς αιχμάλωτος ο ταλαίπωρος, αλλά συ, ωσάν που είσαι δυ­νατός και ισχυρός κατά πάντα, δύνασαι να με λύτρωσης με το θέλημα σου μόνον. Αν και επιάσθηκα εις τα στόματα και τας χείρας των θηρίων, αλλά συ να φανής μόνον και ευθύς αυτά μεν θέλουσιν αποθάνη, να ζήσω δε εγώ.
Ναι, πανοικτίρμον και πολυέλεε, ελέησε και σπλαγχνίσου εμένα τον περιπεσόντα. Διότι κατέβηκα εις το πηγάδι, διά να ανασπάσω τον πλησίον μου και συγκατέπεσα και εγώ με αυτόν. Μη με αφήσης να κάθωμαι έως τέλους εις τον λάκκον, μη παρακαλώ.
Ηξεύρω που επρόσταξες, φιλάνθρωπε Θεέ μου, ότι χωρίς άλλο χρεωστούμεν να ελευθερώνωμεν τον αδελφόν από τον θάνατον και το δάγκαμα της αμαρτίας, μα όχι διά την αμαρτίαν να συναπολεσθώμεν με αυτόν (το οποίον το έπαθα ο ταλαίπωρος και αμελήσας έπεσα, θαρρώντας εις τον εαυτόν μου [5]), αλλά να ελευ­θερώνωμεν και εκείνον και ομοίως και τον εαυτόν μας· είδε μη, τουλάχιστον να μένωμεν επάνωθεν και να θρηνώμεν τον πεσόντα [6] και να φεύγωμεν όσον δυνάμε­θα το να μη πέσωμεν ωσάν εκείνον.
Αλλά και τώρα ανάστησέ με, ανάσυρέ με από το χάσμα και στήσε με επάνω  εις την στερεάν πέτραν των εντολών σου [7]. Και δείξε μου πάλιν το φως, το οποίον δεν το χωρεί ο κόσμος, άλλα κάμνει εκείνον που το θεωρεί έξω από τον κόσμον και από το αισθητόν φως και από τον αισθητόν αέρα και από τον ουρανόν και από όλα τα αισθητά, και δεν ηξεύρει κατ' εκείνην την ώραν είτε χωρίς του σώματος είναι είτε τελείως με το σώμα[8].
Μου φαίνεται δε τότε να είναι ένας φωστήρας άυλος, ο οποίος λαμπόμενος από το κάλλος του νοητού ηλίου δεν δύναται να θεώρηση με αίσθησιν το εδικόν του φως, μόνον δε εκείνον θεωρεί τον άδυτον φωστήρα, κατανοώντας το υπερβολικόν και ασύγκριτον κάλλος της δόξης του. Και από την πολλήν του έκπληξιν δεν δύναται να κατανόηση μηδέ να καταλάβη τον τρόπον της θεωρίας, που δη­λαδή ευρίσκεται εκείνος ανερμηνεύτως ή πώς θέλει και οράται και περικλείεται μέσα εις τους άγιους [9].
Τούτο δε και μόνον ηξεύρομεν όλοι οι μαθηταί και δοκιμασταί των τοιούτων, ότι τότε γινόμεθα και μένομεν κατά αλήθειαν έξω από τον κόσμον, εν όσω βλέπομεν αυτό- και πάλιν έπειτα ευρισκόμεθα μέσα εις το σώμα και τον κόσμον. Ενθυμούμενοι δε την χαράν και το φως εκείνο και την γλυκυτάτην ηδονήν, θρηνούμεν και πενθούμεν καθώς το νήπιον παιδίον όταν βλέπη την μητέρα του και ενθυμούμενον τον γλυκασμόν του γάλακτος κλαυθηρίζει, έως οπού να το δράξη και να θηλάση χορταστικά.
Τούτο, Σωτήρ, ζητούμεν και τώρα, τούτο σε παρακαλούμεν προσπίπτοντες να το λάβωμεν αναπόσπαστον, διά να τρεφώμεθα, εύσπλαγχνε, και τώρα από αυτό· από τον άρτο λέγω τον νοητόν που καταβαίνει εξ ουρανού και μεταδίδει ζωήν εις όλους όσοι μετέχουσιν από αυτόν[10].
Και όταν αναχωρούντες των εντεύθεν, ερχώμεθα εις εσένα, Δέσποτα, να το έχωμεν συνοδοιπόρον, βοηθόν και φύ­λακα, και ομού με αυτό και διά μέσου αυτού να σου προσφερθώμεν. Και εις την φοβεράν κρίσιν αυτό να σκεπάση τας αμαρτίας μας διά να μην αποκαλυφθώσι μηδέ να φανώσι εις όλους, αγγέλους τε και ανθρώπους, αλλά και λαμπρόν να μας γίνη ένδυμα[11] και δόξα ως στέφανος εις αιώνας αιώνων. Αμήν.

[1] Εδώ ο Ιερός συγγραφεύς παρομοιάζει τη μονή του και το κελλί του με το όρος της Μετα­μορφώσεως, διότι εκεί βλέπει το φως της δόξης του Χριστού και ακούει την φωνή του Θεού.
[2] Ας προσέξουμε εδώ ότι ο Άγιος θεωρεί την είσοδό του στον χώρο της μυστικής ζωής των θείων εμφανειών ως δεύτερο Βάπτισμα (βάπτισμα φωτός) και γι' αυτό ομιλεί περί σφραγίδος.
[3] Προφανώς ο υπαινιγμός εδώ αναφέρεται σε ορισμένους ανυπότακτους μοναχούς της μονής
του (του αγ. Μάμαντος).
[4] βλ. Α' Ιωάν. γ' 16: «και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι».
[5] Ας προσέξουμε ότι ο Άγιος δεν τα βάζει με τον Θεό, παραπονούμενος ότι έπεσε ψυχικώς χάριν τηρήσεως των εντολών Του, αλλά μέμφεται τον εαυτό του, λέγοντας ότι φταίει το ότι "εθάρρησε εις τον εαυτόν του", δηλ. περιέπεσε σε έπαρσι, ενώ αλλιώς δεν επρόκειτο να του συνέ­βαινε κανένα κακό. Βλέπουμε λοιπόν έμπρακτη εφαρμογή της βασικής μοναχικής αρετής της αυτομεμψίας και μπορούμε να θαυμάσουμε πόσο βαθειά ποτισμένος με το γνήσιο μοναχικό πνεύμα ήταν ο Άγιος.
[6] Με αυτή την φράσι υπαινίσσεται ο Άγιος την μετά δακρύων προσευχή για τον "πεσόντα αδελφόν", η οποία συχνά αποτελεί ουσιωδέστερη εφαρμογή του πνεύματος της διδασκαλίας του Κυρίου, παρά η απροϋπόθετη κηρυκτική ("ιεραποστολική") δράσις.
[7] πρβλ. Ματθ. ζ' 24.
[8] πρβλ. τις ανάλογες εμπειρίες του Αποστόλου Παύλου (Β' Κορ. ιβ' 3).
[9] Τούτο συμβαίνει, καθ' ότι ο Θεός καταξιώνει να έλθη και να κατοίκηση μυστικώς μέσα
στους Αγίους («και μονήν παρ' αυτώ ποιήσσομεν» Ιωάν. ιδ' 23).
[10] Με όσα λέγει εδώ ο Άγιος υπονοεί ασφαλώς την θείαν Ευχαριστίαν. Σε όλο το έργο του αγίου Πατρός δεσπόζει αυτή η πολλαπλή συνάφεια ανάμεσα στην (νοερά και μυστική) "μέθεξιν Θεού" και την επαξία «μετάληψιν του Σώματος και Αίματος του Κυρίου» και πολλές φορές ε­σκεμμένα ποιητικώ τω τρόπω δεν διαχωρίζει σαφώς τα όριά τους, δεικνύοντας πόσο στην πράξι συχνά συμπλέκονται μεταξύ τους.
[11] Σύμφωνα με όσα είπαμε στην προηγούμενη σημείωσι, εδώ ο Άγιος συμπλέκει, κατά την ενέργειαν και τα αποτελέσματα, τον ουράνιο Άρτο και το θείον Φως· αυτό το τελευταίο είναι που θα σκεπάσει ως ιμάτιο τους Αγίους κατά την μέλλουσα κρίσι.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου

Περί Πίστεως και Γνώσεως

 



Περί Πίστεως και Γνώσεως
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΕΩΣ
Η ψυχή που περπατά στις στράτες της ευσεβείας και στους δρόμους της πίστεως, και κατώρθωσε να βαδίσει καλά σ’ αυτούς, αν γυρίσει πάλι στους τρόπους με τους οποίους αποκτάται η χωρίς πνεύμα Θεού γνώσις, αμέσως παραπατά έξω από την πίστι και χάνει τη νοερή δύναμί της, που φανερώνεται στην καθαρή ψυχή από τα μεταλλάγματα της θεϊκής βοηθείας, και πορεύεται με απλότητα σε όλα· γιατί η ψυχή που παρέδωσε μια φορά τον εαυτό της με πίστι στον Θεό, και που δοκίμασε πολλές φορές τη γεύσι της φροντίδος Του, δεν πιάνει πάλι να νοιάζεται για τα δικά της πράγματα, αλλά κάθεται κατάπληκτη και σωπαίνει, σαν να έχει φίμωτρο, και δεν έχει εξουσία να γυρίσει πάλι σε κείνους τους τρόπους με τους οποίους αποκτάται η γνώσις του κόσμου, και να ζει μ’ αυτούς.
Γιατί νοιώθει, μήπως με τα εναντιώματα που φέρνει η γνώσις στην πίστι, στερηθεί την πρόνοια του Θεού, που αποσκεπάζει την ψυχή αδιάκοπα και φροντίζει γι’ αυτήν και την παρακολουθεί ολοένα σε κάθε τι, επειδή απομωράθηκε και θάρρεψε πως είνε ικανή να προνοήσει για τον εαυτό της με τη δύναμι του λογικού της. Επειδή σ’ όσους ανέτειλε το φως της πίστεως, αυτοί δεν μπορούνε πάλι να παρακαλέσουνε για τον εαυτό τους με θάρρος τον Θεό, ούτε να Του ζητήσουνε, δος μας τούτο ή πάρε από μας εκείνο, κι ούτε φροντίζουνε για τον εαυτό τους με κανένα τρόπο· επειδή με τα νοερά μάτια της πίστεως βλέπουνε σε κάθε ώρα την πατρική πρόνοια να τους αποσκεπάζει και νάρχεται πάνω τους από εκείνον τον Πατέρα τον αληθινόν, που ξεπερισσεύει η πολλή και αμέτρητη αγάπη Του από κάθε πατρική αγάπη, κι ο Οποίος μπορεί και δύναται περισσότερο από όλους μας να μας βοηθήσει όσο δεν μπορεί κανένας άλλος, σε ό,τι πράγμα ζητούμε και σε ό,τι θυμόμαστε και σε ό,τι συλλογιζόμαστε.
Γιατί η γνώσις είνε αντίθετη με την πίστι, κ’ η πίστις είνε η λύσις σε όλα που ζητά νάβρει η γνώσις με τους δικούς της τρόπους· και λέγοντας γνώσι θέλω να πω τη γνώσι που δεν είναι πνευματική. Γιατί ο ορισμός της γνώσεως είνε τούτος, ότι δίχως να εξετάσει και να ερευνήσει, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αλλά εξετάζει όσα θέλει, η πίστις όμως είνε κάτι τι, που όποιος δεν το σιμώσει με τρόπο σωστόν, δεν θέλει να μείνει αντάμα της.
Η γνώσις δεν μπορεί μηδέ να μαθευτεί καν, χωρίς εξέτασι και χωρίς τα συστήματα του λογικού· από αυτό προέρχεται ο δισταγμός για την αλήθεια. Η πίστις όμως ζητά ένα και μόνον φρόνημα καθαρό και απλό, το να στέκεσαι μακρυά από πάσα πανουργία και από το να ζητάς συστήματα. Κύταξε πώς, η μια είναι αντίθετη στην άλλη. Για να κατοικήσει μέσα σου η πίστις πρέπει να είσαι σαν νήπιο και να έχεις απλή καρδιά. Τα ιερά βιβλία λένε πως «με απλή καρδιά δοξάζανε τον Θεό» και πως «αν δεν γυρίσετε πίσω στην αθωότητα και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών». Η γνώσις όμως είνε σε τούτα τα δύο επίβουλη και αντίθετη.
Η γνώσις είνε μέσα στη φύση και τη φυλάγει σ’ όλα τα μονοπάτια που πορεύεται· η πίστις όμως περπατά τον δρόμο της απάνω από τη φύσι. Η γνώσις δεν έχει τη δύναμι να αφήσει να τη σιμώσει κάθε πράγμα που καταλύει τη φύσι, αλλά ξεμακραίνει από αυτό· η πίστις όμως τ’ αφήνει να τη σιμώσουνε δίχως φόβο, και λέγει: «απάνω στην οχιά και στη δεντρογαλιά θα πατήσεις και θα καταπονέσεις το λιοντάρι και τον δράκοντα». Κοντά από τη γνώσι έρχεται ο φόβος· και κοντά από την πίστι, έρχεται η ελπίδα. Γιατί όσο προκόβει κανένας στα συστήματα της γνώσεως τόσο περισσότερο τον περιτυλίγει ο φόβος, και δεν μπορεί να γλυτώσει από αυτόν. Όποιος όμως ακολουθεί την πίστι, γίνεται παρευθείς ελεύθερος κι αυτεξούσιος, και όλα τα πράγματα τα μεταχειρίζεται με ελευθερία και με εξουσία σαν Υιός του Θεού. Εκείνος ο άνθρωπος, που αγαπά με πόθο την πίστι, σαν τον Θεό μεταχειρίζεται όλα τα κτίσματα· επειδή μονάχα στην πίστι δόθηκε εξουσία να δημιουργεί καινούρια κτίσι, μοιάζοντας σε τούτο με τον Θεό· για τούτο λέγει η Γραφή: «Μονάχα θέλησες, κι όλα τα πράγματα παρουσιαστήκανε μπροστά σου». Και πολλές φορές μπορεί να πλάσει τα πάντα από το τίποτα.
Η γνώσις όμως, δεν μπορεί να κάνη τίποτα χωρίς την ύλη. Η γνώσις, εκείνο που δεν δόθηκε στη φύσι δεν τολμά να το επιχειρήσει· και πώς να τολμήσει, αφού το νερό με την υγρή σύστασί του, δεν παραδέχεται απάνω του τα χνάρια του κορμιού, κι όποιος πηγαίνει κοντά στη φωτιά, καίγεται, κι αν πάρει πολύ θάρρος και τη αψηφήσει, θα κινδυνέψει. Απ’ αυτά, λοιπόν, φυλάγεται η γνώσις και δεν ξεθαρρεύεται να ξεπεράσει τα σύνορά τους· αλλά η πίστις διαβαίνει ανάμεσά τους με εξουσία και λέγει πως αν περάσεις μέσα από τη φωτιά, δεν θα σε κάψει, και τα ποτάμια δεν θα σε καταποντίσουνε. Τέτοια πράγματα τα έκανε η πίστις πολλές φορές, μπροστά σε όλη την κτίσι. Και αν λέγανε στη γνώσι να δοκιμάσει τη δύναμί της σε τέτοιους κινδύνους, δεν θα τ’ αποφάσιζε με κανέναν τρόπο· γιατί με την πίστι, πολλοί μπήκανε στις φλόγες και βάλανε χαλινάρι στη δύναμι της φωτιάς και περάσανε από μέσα της δίχως να πειραχτούνε ολότελα, κι απάνω στη ράχη της θάλασσας περπατήσανε σαν να είτανε στεριά. Κι όλα τούτα είν’ απάνω από τη φύσι κ’ αντίθετα της γνώσεως τα συμπεράσματα, κι αποδείξανε πως αυτή είνε μάταιη, σ’ όλα της τα συστήματα και στους νόμους της.
Είδες, η γνώσις πώς φυλάγεται μέσα στα σύνορα της φύσεως; Κ’ είδες την πίστι, πώς διαβαίνει απάνω από τη φύση κι ανοίγει τον δρόμο της οδοιπορίας της; Πέντε χιλιάδες χρόνια, ή κάτι λιγώτερα ή λίγο περισσότερα, κυβερνούσανε τον κόσμο τα συστήματα της γνώσεως, κ’  ο άνθρωπος δεν  μπόρεσε να σηκώσει ολότελα το κεφάλι του από τη γη και να νοιώσει τη δύναμι Εκείνου που τον έπλασε· ως που ανάτειλε πάλι η πίστις μας και μας ελευθέρωσε από το σκοτάδι μέσα στο οποίο κατάγινόμαστε στα έργα τούτου του κόσμου, κι από τη μάταιη υποταγή στη οποία έκλινε το κεφάλι του ο άνθρωπος ύστερα από ανώφελα ψαξίματα και διανοήματα. Και τώρα που βρήκαμε την ατάραχη θάλασσα και τον θησαυρό τον άσωστο, πάλι θέλουμε να ξεδιψάσουμε πίνοντας από πηγές θολωμένες. Δεν υπάρχει γνώσις, που να μην είνε φτωχή, όσο κι αν φαίνεται πως βρήκε  μεγάλα πλούτη· όμως τους θησαυρούς της πίστεως, δεν τους χωράνε μήτε ο ουρανός μήτε κ’ η γη. Εκείνος που έχει στήριγμα μέσα στην καρδιά του την ελπίδα της πίστεως, δεν έχει στέρησι από τίποτα ποτέ. «Όσα ζητήσετε στη προσευχή σας με πίστι, θα τα πάρετε». Κι αλλού πάλι είνε γραμμένο: «Ο Κύριος είνε κοντά μας, μη φροντίζετε για τίποτε».
Η γνώσις αιωνίως ζητά μηχανεύματα για να φυλάξει αυτούς που την κατέχουνε· η δε πίστις λέγει: «Αν δεν θεμελιώσει το σπίτι ο Κύριος κι αν δεν φυλάξει την πολιτεία, άδικα κοπιάσανε οι κτίστες κι ανώφελα ξαγρυπνήσανε οι καστροφύλακες». Ποτέ δεν μεταχειρίζεται τρόπους και συλλογισμούς εκείνος που προσεύχεται με πίστι· γιατί η γνώσις στο κάθε τι παινεύει τον φόβο, όπως είπε ένας σοφός, λέγοντας, πως, όποιος φοβάται είνε μακάριος. Η πίστις όμως τι κάνει; λέγει πως φοβήθηκε, κι ευθύς άρχισε να καταποντίζεται· κι αλλού πάλι λέγει: «Δεν σας δόθηκε πνεύμα δουλείας για να φοβόσαστε, αλλά γινήκατε Υιοί του Θεού, με την ελευθερία της πίστεως και της ελπίδος του Κυρίου». Κι αλλού είνε γραμμένο: «Μη δειλιάσεις, κι ούτε να φύγεις από μπροστά τους».
Πάντα κοντά από τον φόβο έρχεται η αμφιβολία, και κοντά από την αμφιβολία έρχεται η ανάγκη να εξετάσεις και να ψάξεις· και κοντά στην εξέτασι ο συλλογισμός και κοντά στον συλλογισμό η γνώσις. Και μέσα σ’ αυτή την εξέτασι και στο ψάξιμο, βρίσκεται πάντα ο δισταγμός· γιατί η γνώσις δεν τα βγάζει πέρα και σ’ όλα τα πράγματα. Επειδή πολλές φορές, βρίσκουνε την ψυχή μας πράγματα και περιστάσεις και πολλές προφάσεις γεμάτες κινδύνους, στους οποίους η γνώσις και τα συστήματα της σοφίας δεν μπορούνε να βοηθήσουνε ολότελα. Και πάλι στα δύσκολα, που δεν τα καταλαβαίνει ο άνθρωπος, κι αν βάλει ολάκερη τη δύναμί του, και πούνε πέρα από τα σύνορα της ανθρώπινης γνώσεως, και σ’ αυτά ακόμα η πίστις δεν νικιέται ποτέ από τίποτα. Γιατί, τι μπορεί να κάνει η ανθρώπινη γνώσις και σε τι μπορεί να βοηθήσει στους φοβερούς πολέμους ή στον αγώνα κατάπάνω στις αόρατες δυνάμεις ή σε πολλά άλλα; Είδες πόσο τιποτένια είνε η δύναμις της πίστεως; Η γνώσις εμποδίζει τους μαθητάς της να πλησιάσουνε σε όσα είνε ξένα προς τη φύσι. Δες και τη δύναμι της πίστεως, και τι εξουσία δίνει στους μαθητευομένους της. «Στ’ όνομά μου, λέγει, δαιμόνια θα βγάλετε, τα φίδια θα τα κάνετε αβλαβή, κι αν πιήτε φαρμάκι τίποτα δεν θα πάθετε». Η γνώσις, σ’ όλους που βαδίζουνε στον δρόμο της, στρέγει κατά τους νόμους της, να εξετάσουνε το τέλος πριν από την αρχή, σ’ όλα τα πράγματα, και μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αρχίσουνε, μην τύχει κ’ είνε δυσκολόβρετο το τέλος εκείνου του πράγματος και πέρα από την ανθρώπινη δύναμι, και κοπιάσουνε ανώφελα, επειδή είνε αδύνατο και δύσκολο να βρεθεί εκείνο το πράγμα. Η πίστις όμως τι λέγει; «Όλα είνε δυνατά σε κείνον που πιστεύει· γιατί για τον Θεό τίποτα δεν είνε αδύνατο».
Ω πλούτος ανείπωτος και πέλαγος πλούτου με τα κύματά του και με τους θαυμαστούς θησαυρούς του, που ξεχειλίζουνε από τη δύναμι της πίστεως! Με πόσο θάρρος είνε γεμάτη και με πόση αγαλλίασι και με πόση ελπίδα είναι συντροφευμένη η οδοιπορία που κάνει ο άνθρωπος μαζί της! Και το φορτίο της πόσο αλαφρύ είνε! Κ’ η δούλεψίς της, πόση γλυκύτητα έχει!

ΚΙΒΩΤΟΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1954
ΑΡΙΘΜ ΦΥΛΛΟΥ 25 ΕΤΟΣ Γ’

Διδακαλίες Αγίων

 



Διδακαλίες Αγίων
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΑΓΙΩΝ
Διδάγματα Μεγ. Βασιλείου
* Άνθρωπος που δεν δέχεται συμβουλή είναι εχθρός του εαυτού του.

*
Ο ασυμβούλευτος άνθρωπος, είναι ακυβέρνητο πλοίο.


*
Είναι ντροπή, τις βλαβερές τροφές να τις αποφεύγουμε και τα βιβλία, που τρέφουν την ψυχή μας, να μην τα διαλέγουμε.

 
* Όχι μόνο η φωνή ή το βλέμμα δείχνει το είδος της ψυχής, όπως στον καθρέφτη, αλλά κι ο στολισμός του ανθρώπου και το γέλιο, και το βήμα του ποδιού αναγγέλλει γι' αυτόν.
 
* Ο χρυσός είναι η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας.
* * *
* Ενώ η φιλία του κόσμου μαραίνεται, όπως τα ανοιξιάτικα λουλούδια, η χριστιανική φιλία είναι τόσο αγνή όσο και μόνιμη.
 
* Μη θαυμάσεις κάτι, που δεν παραμένει και μη παραβλέψεις αυτό που μένει.
(Αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός)
***
* Καλύτερα είναι ο άνθρωπος να μη ξέρει πολλά γράμματα, και με την αγάπη να βρίσκεται κοντά στο Θεό, παρά να θαρρεί τον εαυτό του σοφό και να αποδεικνύεται υβριστής του Κυρίου.
(Αγ. Ειρηναίος ο Λουγδούνου)
***
* Η αρετή είναι η φυσική υγεία της ψυχής. Τα πάθη είναι ασθένειες που αφαιρούν την υγεία της ψυχής.
 
* Να προφυλάγεσαι από τα μικρά σφάλματα για να μην πέσεις σε μεγαλύτερα.
* Όταν νιώσεις μέσα σου τη χαρά του Αγίου Πνεύματος, οι στενοχώριες και οι θλίψεις αυτής της ζωής, γίνονται γλυκύτερες από το μέλι.
* Εάν φυλάξεις τη γλώσσα σου, εισέρχεσαι στη χαρά του Αγίου Πνεύματος. Εάν δεν έχεις καθαρή καρδιά, έχε τουλάχιστον καθαρό στόμα!
(Οσίου Εφραίμ του Σύρου)
***
* Η μεγάλη καλοπέραση γεννά πάθη και αρρώστιες, ενώ η κοπιαστική εργασία προσωρινά φέρνει κούραση, ύστερα όμως από την κούραση φέρνει υγεία και δύναμη.
* Εάν αγαπήσεις την ησυχία, θα διασχίσεις το ταξίδι σου στο πέλαγος της ζωής με γαλήνη.
* Εάν δεν βάλει προηγουμένως ο άνθρωπος τις αμαρτίες του μπροστά στα μάτια του, δεν είναι δυνατόν να ησυχάσει σε κανέναν τόπο.
(Αββά Ποιμένος)
***
* Άνθρωπος που διδάσκει, αλλά δεν εκτελεί όσα διδάσκει, είναι όμοιος με βρύση. Διότι ποτίζει και πλύνει όλους, αλλά δεν μπορεί να καθαρίσει τον εαυτό της.
* Τη στιγμή που ο άνθρωπος πέφτει σε σφάλμα και πει «ήμαρτον», αμέσως παύει να έχει ενοχή.
* Η πονηρία δεν αναιρεί καθόλου την πονηρία, αλλά εάν σε κακοποιήσει κανείς ευεργέτησέ τον, ώστε με την αγαθοποιΐα να αναιρέσεις την πονηρία. 
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη